συντιτρώσκω: Difference between revisions

6
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντιτρώσκω:''' μέλ. -[[τρώσω]], [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]] κάποιον σε [[πολλά]] [[σημεία]] του σώματός του, σε Ξεν.
}}
}}