κωφός: Difference between revisions

1,897 bytes added ,  30 December 2018
5
(22)
(5)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ακούει, [[κουφός]] (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει<br />[[τἆλλα]] κωφὰ καὶ [[τυφλά]]», Επιχ.)<br /><b>2.</b> [[άηχος]], [[αθόρυβος]] («κῡμα [[μέλαν]] κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) αυτός που ηχεί λίγο, που δεν παράγει δυνατό ήχο («τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ [[σίδηρος]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτός που έχει [[γαλήνη]] («παρῆλθεν ἐπὶ τὸν κωφὸν λιμένα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βουβός]], μουγκός («τοῡ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ [[κωφός]]», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (στο [[θέατρο]]) αυτός που εμφανίζεται στη [[σκηνή]] [[χωρίς]] να μιλάει, βωβό [[πρόσωπο]]<br /><b>6.</b> λησμονημένος<br /><b>7.</b> αυτός που δεν βλέπει καλά<br /><b>8.</b> [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («ἐγὼ δ' ὁ [[πάντα]] [[κωφός]], ὁ πάντ' [[ἄιδρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[ακατάληπτος]], [[δυσνόητος]] («[[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίγνεται ἡ [[διήγησις]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Κωφοί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους<br /><b>11.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κωφά</i><br />α) [[ήσυχα]], ήρεμα<br />β) ασθενικά, αδύναμα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωφῶς</i> (Α)<br />ασαφώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κηφήν]]. Αρχικά σήμαινε τον εξασθενημένο και στη [[συνέχεια]] η σημ. εξειδικεύθηκε δηλώνοντας αυτόν που έχει αμβλυμένη την [[ακοή]] του. Ο τ. [[κουφός]] προήλθε από τον τ. [[κωφός]] με [[κώφωση]] (<b>βλ.</b> και [[κουφός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωφεύω]], [[κωφότης]], [[κωφώνω]] ([[κωφώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωφαίνω]], <i>κωφεύς</i>, [[κωφίας]], [[κωφώ]] (Ι), [[κωφώ]] (ΙΙ), [[κωφώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κωφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κωφάλαλος]]. (Β' συνθετικό) <i>εθελόκωφος</i>, [[υπόκωφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύσκωφος]], [[ετερόκωφος]], [[λασιόκωφος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κωφός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν ακούει, [[κουφός]] (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει<br />[[τἆλλα]] κωφὰ καὶ [[τυφλά]]», Επιχ.)<br /><b>2.</b> [[άηχος]], [[αθόρυβος]] («κῡμα [[μέλαν]] κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[αδύνατος]]<br /><b>2.</b> (για [[μέταλλο]]) αυτός που ηχεί λίγο, που δεν παράγει δυνατό ήχο («τῶν μεταλλικῶν κωφότατος [ὁ [[σίδηρος]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[λιμάνι]]) αυτός που έχει [[γαλήνη]] («παρῆλθεν ἐπὶ τὸν κωφὸν λιμένα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[βουβός]], μουγκός («τοῡ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ [[κωφός]]», ΚΔ)<br /><b>5.</b> (στο [[θέατρο]]) αυτός που εμφανίζεται στη [[σκηνή]] [[χωρίς]] να μιλάει, βωβό [[πρόσωπο]]<br /><b>6.</b> λησμονημένος<br /><b>7.</b> αυτός που δεν βλέπει καλά<br /><b>8.</b> [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («ἐγὼ δ' ὁ [[πάντα]] [[κωφός]], ὁ πάντ' [[ἄιδρις]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> [[ακατάληπτος]], [[δυσνόητος]] («[[ἀνυπότακτος]] καὶ κωφὴ γίγνεται ἡ [[διήγησις]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>10.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>Κωφοί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού δράματος του Σοφοκλέους<br /><b>11.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) <i>κωφά</i><br />α) [[ήσυχα]], ήρεμα<br />β) ασθενικά, αδύναμα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κωφῶς</i> (Α)<br />ασαφώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται με τη λ. [[κηφήν]]. Αρχικά σήμαινε τον εξασθενημένο και στη [[συνέχεια]] η σημ. εξειδικεύθηκε δηλώνοντας αυτόν που έχει αμβλυμένη την [[ακοή]] του. Ο τ. [[κουφός]] προήλθε από τον τ. [[κωφός]] με [[κώφωση]] (<b>βλ.</b> και [[κουφός]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κωφεύω]], [[κωφότης]], [[κωφώνω]] ([[κωφώ]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[κωφαίνω]], <i>κωφεύς</i>, [[κωφίας]], [[κωφώ]] (Ι), [[κωφώ]] (ΙΙ), [[κωφώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κωφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κωφάλαλος]]. (Β' συνθετικό) <i>εθελόκωφος</i>, [[υπόκωφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δύσκωφος]], [[ετερόκωφος]], [[λασιόκωφος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωφός:''' -ή, -όν (κόπ-τω), ριζική [[σημασία]],<br /><b class="num">I.</b> [[αμβλύς]], εξασθενημένος, [[ανίσχυρος]], [[ανόητος]]· κωφὸν [[βέλος]], το στομωμένο, αδύνατο [[βέλος]], αντίθ. προς το [[ὀξύ]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ.,<br /><b class="num">1.</b> [[βουβός]], [[άλαλος]], <i>κύματι κωφῷ</i>, με [[κύμα]] αθόρυβο, βουβό, δηλ. που δεν έχει «σκάσει», στο ίδ.· <i>κωφὴν γαῖαν ἀεικίζει</i>, ατιμάζει την άλαλη, αμίλητη γη, στο ίδ.· τὰ μὲν ἄλλα [[ἔσκε]] κωφά, τα υπόλοιπα μέρη του εδάφους που παράγουν εξασθενημένους ήχους, αντίθ. προς τον υπόκωφο ήχο των τμημάτων του εδάφους που είναι κοίλα ή κούφια (δηλ. με σπηλιές), σε Ηρόδ.· ὁ κ. [[λιμήν]], πιθ. η [[ακτή]] της Μουνιχίας, αντίθ. προς τον θορυβώδη Πειραιά, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] τον Όμηρ., λέγεται για τους άνδρες, [[βουβός]], [[άλαλος]], Χρησμ. [[παρά]] Ηροδ.· [[κουφός]] και [[άλαλος]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> [[κουφός]], Λατ. [[surdus]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για το [[μυαλό]], [[ανόητος]], [[κουφός]], [[βραδύνους]], Λατ. [[fatuus]], σε Σοφ.· επίσης [[αναίσθητος]], [[χωρίς]] [[σημασία]], [[ανέκφραστος]], <i>κ. καὶ παλαί' ἔπη</i>, στον ίδ.
}}
}}