3,252,132
edits
(43) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνοφόρος]] («ὑπηνήτην τράγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνοφόρος]] («ὑπηνήτην τράγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπηνήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που [[μόλις]] βγάζει, αποκτά γένια, σε Όμηρ., Πλάτ.· γενικά, [[γενειοφόρος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |