ὑπηνήτης: Difference between revisions

6
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνοφόρος]] («ὑπηνήτην τράγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που αρχίζει να βγάζει γένεια («ἀνδρὶ ἐοικώς, πρῶτον ὑπηνήτῃ», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει γένεια, [[πωγωνοφόρος]] («ὑπηνήτην τράγον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑπήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπηνήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που [[μόλις]] βγάζει, αποκτά γένια, σε Όμηρ., Πλάτ.· γενικά, [[γενειοφόρος]], σε Ανθ.
}}
}}