θάψινος: Difference between revisions

4
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάψινος]], -η -ον (Α) [[θάψος]]<br />αυτός που έχει κίτρινο [[χρώμα]], [[κίτρινος]], [[ωχρός]] («[[θάψινος]] [[γυνή]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάψος]], αρχ. [[ονομασία]] φυτού από το [[ξύλο]] του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη [[βαφή]]].
|mltxt=[[θάψινος]], -η -ον (Α) [[θάψος]]<br />αυτός που έχει κίτρινο [[χρώμα]], [[κίτρινος]], [[ωχρός]] («[[θάψινος]] [[γυνή]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάψος]], αρχ. [[ονομασία]] φυτού από το [[ξύλο]] του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη [[βαφή]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάψῐνος:''' -η, -ον, [[κιτρινόχρωμος]], [[ωχρός]], [[κίτρινος]], σε Αριστοφ.
}}
}}