ἔποικος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἔποικος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εγκαθίσταται από το [[κράτος]] σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη [[περιοχή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], αυτός που έρχεται από [[άλλη]] [[χώρα]] και δεν έχει [[πολιτικά]] δικαιώματα («μισθοὺς μισθωτοῑς δούλοις καὶ ἐποίκοις ἀποτίνειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γειτονικός]], [[κοντινός]] («ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾱς Ἀσίας ἔδος νέμονται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[ντόπιος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔποικος]]<br />[[γείτονας]] («ἥν δέ του σπάνιν τιν’ ἴσχης, ἔστ’ [[ἔποικος]] ὅς φράσει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άποικος]] <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]])].
|mltxt=ο (AM [[ἔποικος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που εγκαθίσταται από το [[κράτος]] σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη [[περιοχή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κάτοικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξένος]], αυτός που έρχεται από [[άλλη]] [[χώρα]] και δεν έχει [[πολιτικά]] δικαιώματα («μισθοὺς μισθωτοῑς δούλοις καὶ ἐποίκοις ἀποτίνειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γειτονικός]], [[κοντινός]] («ὁπόσοι τ’ ἔποικον ἁγνᾱς Ἀσίας ἔδος νέμονται», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[ντόπιος]]<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἔποικος]]<br />[[γείτονας]] («ἥν δέ του σπάνιν τιν’ ἴσχης, ἔστ’ [[ἔποικος]] ὅς φράσει», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[άποικος]] <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> <span style="color: red;">+</span> [[οίκος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔποικος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει εγκατασταθεί [[μεταξύ]] [[ξένων]], [[άποικος]], [[μετανάστης]], [[αλλοεθνής]], [[ξένος]], σε Σοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποικιστής]], σε Αριστοφ., Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[γειτονικός]], σε Αισχύλ.· απ' όπου, ως ουσ., [[γειτονικός]], [[κοντινός]], σε Σοφ.
}}
}}