3,258,463
edits
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καῑρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> τα λεπτά [[σχοινιά]] στο [[αντί]] του αργαλειού όπου δένονται τα [[άκρα]] του στημονιού<br /><b>2.</b> το [[διάπλεγμα]] που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το [[μιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>sari</i>-<i>k</i><sup>c</sup> «[[ταινία]], [[σχοινί]]» και <i>sard</i> «[[αράχνη]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[σχοινί]], [[κλωστή]] υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η [[έννοια]] του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην [[άποψη]] ότι η λ. [[καιρός]] προέρχεται από το [[καῖρος]] με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «[[χρονικός]] [[κόμβος]]», «ακριβές [[χρονικό]] [[σημείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιρία]], [[καιρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιροδαπιστής]], [[καιροσπάθητος]]. | |mltxt=καῑρος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> τα λεπτά [[σχοινιά]] στο [[αντί]] του αργαλειού όπου δένονται τα [[άκρα]] του στημονιού<br /><b>2.</b> το [[διάπλεγμα]] που δεν αφήνει τους στήμονες να μπλέκονται, το [[μιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>sari</i>-<i>k</i><sup>c</sup> «[[ταινία]], [[σχοινί]]» και <i>sard</i> «[[αράχνη]]», [[οπότε]] θα αναχθεί σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>ker</i>- «[[σχοινί]], [[κλωστή]] υφάσματος». Ασχέτως της προελεύσεώς του, η [[έννοια]] του «σημείου προσδέσεως», του «κόμβου», τών σχοινιών του αργαλειού οδήγησε στην [[άποψη]] ότι η λ. [[καιρός]] προέρχεται από το [[καῖρος]] με καταβιβασμό του τόνου και μεταφορική σημ. «[[χρονικός]] [[κόμβος]]», «ακριβές [[χρονικό]] [[σημείο]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιρία]], [[καιρώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[καιροδαπιστής]], [[καιροσπάθητος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καῖρος:''' (Α), ὁ, η [[σειρά]] των λεπτών σχοινιών των αντίων του αργαλειού (ή [[αλλιώς]] [[μιτάρι]]), [[εκεί]] που δένονται οι άκρες των κλωστών του κουβαριού, Λατ. [[licia]]. | |||
}} | }} |