ἐλαύνω: Difference between revisions

6,258 bytes added ,  30 December 2018
4
(11)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἐλαύνω]])<br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]]<br /><b>2.</b> (για ιππέα) [[κατευθύνω]] το [[άλογο]] ή τα άλογα του άρματος<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[κωπηλατώ]]<br /><b>5.</b> [[διώχνω]], [[απομακρύνω]] βιαίως<br /><b>6.</b> (για μέταλλα) [[σφυρηλατώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[ανακοινώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεζούς) [[προχωρώ]]<br /><b>2.</b> [[πλέω]]<br /><b>3.</b> (για κλεμμένα ζώα) [[οδηγώ]] [[μακριά]]<br /><b>4.</b> (από την [[εικόνα]] της κωπηλασίας) [[βινώ]], [[γαμώ]]<br /><b>5.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> [[χτυπώ]], [[τραυματίζω]] με το όπλο<br /><b>7.</b> [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]] [[πέρα]] [[πέρα]]<br /><b>8.</b> [[σκάβω]]<br /><b>9.</b> [[φυτεύω]] σε σειρές, σε πρασιές<br /><b>10.</b> (για [[τείχος]], [[οικοδομή]]) [[ανεγείρω]] [[γύρω]] από έναν χώρο<br /><b>11.</b> [[διεγείρω]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ἐς τοσοῡτον ἤλασαν» — έφτασαν σε αυτό το [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπετέθη αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>el</i><i>ә</i> «[[σπρώχνω]], [[παρακινώ]], κινούμαι, [[πηγαίνω]]», στην οποία ανάγονται ο μέλλ. <i>ελώ</i>, ο αόρ. <i>ήλασα</i>, οι παθ. αόρ. <i>ηλάθην</i>, <i>ηλάσθην</i>, ο παρακμ. <i>ελήλακα</i> [[αλλά]] και το εφετικό [[ελασείω]], [[καθώς]] και ο [[σπάνιος]] ενεστώτας <i>ελάω</i>, ενώ ο [[εύχρηστος]] [[παράλληλος]] [[ενεστωτικός]] τ. [[ελαύνω]] [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο από υποθετικό τ. <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>, από το θ. του <i>ελά</i>-<i>ω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλε</i>-<i>Faρ</i>, <i>αλέ</i>(<i>F</i>)<i>ατα</i>: [[αλέω]]). Με την [[ίδια]] αρχική ΙΕ [[ρίζα]] συνδέονται πιθ. οι λέξεις [[ιάλλω]], <i>ήλθον</i> και <i>ελεύσομαι</i>, που λειτουργούν αντίστοιχα ως αόρ. και μέλλ. του [[έρχομαι]] [[καθώς]] και τα λατ. <i>alacer</i> «[[εύθυμος]], γρήγορος», <i>ambulo</i> «[[βαδίζω]]», <i>exsul</i> «[[φυγάς]]», <i>proelium</i> «[[κίνδυνος]], [[μάχη]]» και το αρμ. <i>eli</i> «ανέβηκα, βγήκα». Το [[ελαύνω]], με αρχική [[σημασία]] «[[σπρώχνω]], [[οδηγώ]]», κατέληξε να σημαίνει και «[[εποχούμαι]]» [[αλλά]] και «[[σφυροκοπώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ήλατος [[αλλά]] και <i>σφυρ</i>-<i>ηλατημένος</i>). Εύχρηστος στην νέα Ελληνική [[είναι]] ο τ. <i>έλα</i>, αρχ. προστακτική του <i>ελάω</i>, που λειτουργεί ως προστακτική του [[έρχομαι]]. Τέλος, η γαλλ. λ. <i>elastique</i>, [[τεχνικός]] όρος, ανάγεται στον αρχ. ελλ. τ. <i>ελαστός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>έλασις</i>, [[έλασμα]], [[ελατήρ]], [[ελάτης]], [[ελατός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελασία]], [[ελασμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απελαύνω]], [[εισελαύνω]], [[επελαύνω]], [[παρελαύνω]], [[προελαύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντελαύνω]], [[διελαύνω]], [[ενελαύνω]], [[εξελαύνω]], [[κατελαύνω]], [[μετελαύνω]], [[περιελαύνω]], [[προσελαύνω]], [[συνελαύνω]], [[υπελαύνω]], [[υπερελαύνω]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἐλαύνω]])<br /><b>1.</b> [[κινώ]], [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]]<br /><b>2.</b> (για ιππέα) [[κατευθύνω]] το [[άλογο]] ή τα άλογα του άρματος<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[κωπηλατώ]]<br /><b>5.</b> [[διώχνω]], [[απομακρύνω]] βιαίως<br /><b>6.</b> (για μέταλλα) [[σφυρηλατώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συλλαμβάνω]]<br /><b>2.</b> [[ανακοινώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πεζούς) [[προχωρώ]]<br /><b>2.</b> [[πλέω]]<br /><b>3.</b> (για κλεμμένα ζώα) [[οδηγώ]] [[μακριά]]<br /><b>4.</b> (από την [[εικόνα]] της κωπηλασίας) [[βινώ]], [[γαμώ]]<br /><b>5.</b> [[χτυπώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>6.</b> [[χτυπώ]], [[τραυματίζω]] με το όπλο<br /><b>7.</b> [[τρυπώ]], [[διαπερνώ]] [[πέρα]] [[πέρα]]<br /><b>8.</b> [[σκάβω]]<br /><b>9.</b> [[φυτεύω]] σε σειρές, σε πρασιές<br /><b>10.</b> (για [[τείχος]], [[οικοδομή]]) [[ανεγείρω]] [[γύρω]] από έναν χώρο<br /><b>11.</b> [[διεγείρω]]<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> «ἐς τοσοῡτον ἤλασαν» — έφτασαν σε αυτό το [[σημείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υπετέθη αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>el</i><i>ә</i> «[[σπρώχνω]], [[παρακινώ]], κινούμαι, [[πηγαίνω]]», στην οποία ανάγονται ο μέλλ. <i>ελώ</i>, ο αόρ. <i>ήλασα</i>, οι παθ. αόρ. <i>ηλάθην</i>, <i>ηλάσθην</i>, ο παρακμ. <i>ελήλακα</i> [[αλλά]] και το εφετικό [[ελασείω]], [[καθώς]] και ο [[σπάνιος]] ενεστώτας <i>ελάω</i>, ενώ ο [[εύχρηστος]] [[παράλληλος]] [[ενεστωτικός]] τ. [[ελαύνω]] [[είναι]] πιθ. μετονοματικό παράγωγο από υποθετικό τ. <i>ελα</i>-<i>υν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ελα</i>-<i>Fαρ</i>, από το θ. του <i>ελά</i>-<i>ω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλε</i>-<i>Faρ</i>, <i>αλέ</i>(<i>F</i>)<i>ατα</i>: [[αλέω]]). Με την [[ίδια]] αρχική ΙΕ [[ρίζα]] συνδέονται πιθ. οι λέξεις [[ιάλλω]], <i>ήλθον</i> και <i>ελεύσομαι</i>, που λειτουργούν αντίστοιχα ως αόρ. και μέλλ. του [[έρχομαι]] [[καθώς]] και τα λατ. <i>alacer</i> «[[εύθυμος]], γρήγορος», <i>ambulo</i> «[[βαδίζω]]», <i>exsul</i> «[[φυγάς]]», <i>proelium</i> «[[κίνδυνος]], [[μάχη]]» και το αρμ. <i>eli</i> «ανέβηκα, βγήκα». Το [[ελαύνω]], με αρχική [[σημασία]] «[[σπρώχνω]], [[οδηγώ]]», κατέληξε να σημαίνει και «[[εποχούμαι]]» [[αλλά]] και «[[σφυροκοπώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκ</i>-<i>ήλατος</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ήλατος [[αλλά]] και <i>σφυρ</i>-<i>ηλατημένος</i>). Εύχρηστος στην νέα Ελληνική [[είναι]] ο τ. <i>έλα</i>, αρχ. προστακτική του <i>ελάω</i>, που λειτουργεί ως προστακτική του [[έρχομαι]]. Τέλος, η γαλλ. λ. <i>elastique</i>, [[τεχνικός]] όρος, ανάγεται στον αρχ. ελλ. τ. <i>ελαστός</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>έλασις</i>, [[έλασμα]], [[ελατήρ]], [[ελάτης]], [[ελατός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ελασία]], [[ελασμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[απελαύνω]], [[εισελαύνω]], [[επελαύνω]], [[παρελαύνω]], [[προελαύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντελαύνω]], [[διελαύνω]], [[ενελαύνω]], [[εξελαύνω]], [[κατελαύνω]], [[μετελαύνω]], [[περιελαύνω]], [[προσελαύνω]], [[συνελαύνω]], [[υπελαύνω]], [[υπερελαύνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαύνω:''' ([[ἐλάω]], βλ. αυτ.), μέλ. ἐλάσσω [ᾰ], Επικ. <i>ἐλάσσω</i> και <i>ἐλόω</i>, Αττ. [[ἐλῶ]], αόρ. αʹ <i>ἤλᾰσα</i>, Επικ. <i>ἔλᾰσα</i> και [[ἔλασσα]], Ιων. γʹ ενικ. <i>ἐλάσασκεν</i>· παρακ. <i>ἐλήλᾰκα</i>, υπερσ. <i>ἐληλάκειν</i> — Παθ., αόρ. αʹ [[ἠλάθην]] [ᾰ], μεταγεν. <i>ἠλάσθην</i>, παρακ. <i>ἐλήλαμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. [[ἠλήλατο]], Επικ. <i>ἐλήλατο</i>· γʹ πληθ. [[ἠλήλαντο]], Επικ. <i>ἐληλέδατ'</i>.<br /><b class="num">I. 1.</b> Ριζική [[σημασία]], [[θέτω]] σε [[κίνηση]], κάνω [[κάτι]] να κινηθεί προς τα [[μπρος]], [[κινώ]], [[σπρώχνω]], [[οδηγώ]], λέγεται για την [[καθοδήγηση]] κοπαδιών, σε Όμηρ.· ομοίως στον Μέσ. αόρ. <i>ἠλασάμην</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[συχνά]] λέγεται για άρματα, [[οδηγώ]] προς τα [[μπρος]], στο ίδ., σε Ηρόδ.· επίσης, <i>ἐλ. ἵππον</i>, τον [[ιππεύω]], στον ίδ.· ἐλ. [[νῆα]], [[οδηγώ]] το [[καράβι]] [[μπροστά]] κωπηλατώντας, σε Ομήρ. Οδ.· <b>α)</b> με αυτή τη [[σημασία]] η αιτ. παραλείφθηκε και το [[ρήμα]] έγινε αμτβ., βρίσκομαι σε [[άρμα]], το [[οδηγώ]], μάστιξεν δ' [[ἐλάαν]] (ενν. <i>ἵππους</i>), τους χτύπησε με το [[μαστίγιο]] για να ξεκινήσουν, σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ δ' [[ἐλάαν]] ἐπὶ κύματα, προχώρησε με [[ορμή]] αντίθετα στα κύματα, στο ίδ.· διὰ [[νύκτα]] [[ἐλάαν]], προχωρά, ταξιδεύει κατά τη [[διάρκεια]] της νύχτας, σε Ομήρ. Οδ.· [[ιππεύω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[προελαύνω]], στον ίδ.· [[κωπηλατώ]], σε Ομήρ. Οδ. <b>β)</b> με αυτή την αμτβ. [[σημασία]] συνοδεύεται [[ενίοτε]] από αιτ. τόπου, <i>γαλήνην ἐλαύνειν</i>, να πλέεις σε γαλήνια, ήρεμη [[θάλασσα]], δηλ. στην επιφάνειά της, στο ίδ.· <i>ἐλαύνειν δρόμον</i>, να τρέχεις σε αγώνα δρόμου, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] [[μακριά]], όπως το [[ἀπελαύνω]], λέγεται για κλεμμένα ζώα, σε Όμηρ., Ξεν.· ομοίως και σε Μέσ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">3.</b> [[διώχνω]], [[εκτοπίζω]], [[εκβάλλω]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.<br /><b class="num">4.</b> [[οδηγώ]], [[φέρνω]] σε έσχατο [[σημείο]], [[οδηγώ]] στα [[άκρα]], ἄδην [[ἐλόωσι]] πολέμοιο, θα τον βασανίσουν [[μέχρι]] να κορεσθεί από τον πόλεμο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄδην [[ἐλάαν]] κακότητος, θα τον καταδιώξουν [[μέχρι]] το [[σημείο]] που είναι αναγκαίο, σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] σε Αττ., [[καταδιώκω]], [[κατατρέχω]], [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι, [[βασανίζω]], [[καταπιέζω]], σε Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">5.</b> αμτβ. σε εκφράσεις όπως, <i>ἐς τοσοῦτον ἤλασαν</i>, το προχώρησαν [[μέχρι]] [[αυτού]] του σημείου, (όπου πρέπει να συμπληρωθεί το [[πρᾶγμα]]), σε Ηρόδ.· απ' όπου, [[προβαίνω]], [[προχωρώ]], [[επέρχομαι]], σε Ευρ., Πλάτ. <b>II.1</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], <i>ἐλάτῃσιν πόντον ἐλαύνοντες</i>, πρβλ. Λατ. remis impellere, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]] με όπλο, [[αλλά]] όχι με [[βλήμα]], στο ίδ.· με [[διπλή]] αιτ., <i>τὸνμὲν ἔλασ' ὦμον</i>, τον χτύπησε, τον έπληξε, τον τραυμάτισε, τον πλήγωσε πάνω στον ώμο, στο ίδ.· <i>χθόνα ἤλασε μετώπῳ</i>, χτύπησε στο [[έδαφος]] με το μέτωπό του, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">3.</b> [[διαπερνώ]], [[δόρυ]] διὰ [[στήθεσφιν]] ἔλασσε, σε Ομήρ. Ιλ.· και σε Παθ., [[διέρχομαι]], διαπερνιέμαι, στο ίδ.<br /><b class="num">III.</b> με μεταφ. σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[χτυπώ]] με [[σφυρί]], [[σφυροκοπώ]], [[σφυρηλατώ]], Λατ. ducere, [[σφυρηλατώ]] [[μέταλλο]], σε Ομήρ. Ιλ.· περὶ δ' [[ἕρκος]] ἔλασσε κασσιτέρου, κατασκεύασε [[τριγύρω]] ένα φράχτη από σφυρηλατημένο κασσίτερο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[τραβώ]] [[γραμμή]] τείχους ή τάφρου, Λατ. ducere murum, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[τεῖχος]] ἐς τὸν ποταμὸν τοὺς ἀγκῶνας ἐλήλαται, οι γωνίες του τείχους φθάνουν [[μέχρι]] τον ποταμό, σε Ηρόδ.· <i>ὄγμον ἐλαύνειν</i>, [[δημιουργώ]] [[αυλακιά]] ή χωματοσήκωμα στο [[θέρισμα]] ή στο [[δρεπάνισμα]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ὄρχον ἀμπελίδος ἐλ</i>., [[τραβώ]], [[δημιουργώ]] [[σειρά]] από αμπέλια, δηλ. τα [[φυτεύω]] στη [[σειρά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> <i>κολῳὸν ἐλαύνειν</i>, [[παρατείνω]] τον καυγά, τη [[λογομαχία]], [[διαπληκτίζομαι]], [[καβγαδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}