φεύγω: Difference between revisions

4,654 bytes added ,  30 December 2018
6
(44)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φεόγω]] Α<br /><b>1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], απομακρύνομαι [[γρήγορα]] [[κυρίως]] από φόβο ή [[επειδή]] μέ καταδιώκουν (α. «[[μόλις]] τον είδε με το [[πιστόλι]] έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]] (α. «έφυγαν για [[ταξίδι]] του μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῑος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] (α. «μού σκανταλίστει το [[κλουβί]] και μού 'φυγε τ' [[αηδόνι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις [[αἰεί]], ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν;», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» — [[είναι]] αδύνατο να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι του [[είναι]] γραφτό, αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «όπου φύγει φύγει» — δηλώνει εσπευσμένη [[φυγή]]<br />β) «έφυγε στα [[τέσσερα]]» — έφυγε [[γρήγορα]], [[χωρίς]] να βλέπει [[προς]] τα [[πίσω]]<br />γ) «έφυγε αλά γαλλικά» — έφυγε [[χωρίς]] να γίνει [[αντιληπτός]], [[κρυφά]] ή ύπουλα<br />δ) «κοίταξε μην σού φύγει [[καμιά]] [[κουβέντα]]» — [[κράτα]] το [[μυστικό]], μην το λες σε κανέναν<br />ε) «κοίταξε μην σού φύγει [[κανένας]] [[λόγος]]»<br />(ειρωνικά) πρόσεξε [[μήπως]] δεν απαντήσεις σε [[κάτι]], [[συνήθως]] προσβλητικό, που σού είπαν<br />στ) «[[κάπου]] [[κάπου]] του φεύγουν»<br />(για γέρο ή άρρωστο άνθρωπο) αποβάλλει [[ούρα]] ή [[κόπρανα]] [[χωρίς]] να το καταλάβει<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κρασί]]) [[ξινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] (α. «Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον [[ἡνία]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ποῑόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αποφεύγω]] ή [[διστάζω]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εγκαταλείπω]] την [[πατρίδα]] μου λόγω εγκλήματος που διέπραξα, [[γίνομαι]] [[φυγάς]]·4. ζω ως [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>5.</b> (ως αττ. [[δικανικός]] όρος) α) μηνύομαι, καταδιώκομαι<br />β) [[μιλώ]] ως [[συνήγορος]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>6.</b> [[ισχυρίζομαι]] («ἔφευγε μὴ [[εἰδέναι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[συχν]]. [[ιδίως]] στον ενεστ. και τον παρατ. ενυπάρχει στο ρ. η σημ. της επιθυμίας, της πρόθεσης ή της προσπάθειας) [[θέλω]] ή [[προσπαθώ]] να φύγω<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ φευγων</i><br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατηγορούμενος]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φεύγοντες</i><br />οι εξόριστοι<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φεῡγον</i><br />το [[τμήμα]] ενός αντικειμένου που γλιστράει από τα χέρια κάποιου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — τρέπομαι σε [[φυγή]] από κάποιον<br />β) «[[φεύγω]] τὴν παρὰ θάλασσαν»<br />(ενν. <i>ὁδόν</i>) [[αναχωρώ]] εσπευσμένα [[προς]] τη [[θάλασσα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «[[φεύγω]] εἰς» — [[βρίσκω]] [[καταφύγιο]] [[κάπου]], [[καταφεύγω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[φεύγω]] φόνον» — [[αποφεύγω]] τις συνέπειες του φόνου (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — εξορίζομαι από κάποιον<br />στ) «[[φεύγω]] ἐξ Ἀρείου Πάγου» — εξορίζομαι σύμφωνα με [[απόφαση]] του Αρείου Πάγου <b>(Δείν.)</b><br />ζ) «[[φεύγω]] ἀειφυγίαν» — εξορίζομαι για [[πάντα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />η) «[[φεύγω]] γραφὴν [ή [[δίκην]]]» — δικάζομαι ως [[κατηγορούμενος]] για [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπόδικος]]·θ) «[[φεύγω]] [[[δίκην]]] φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο<br />ι) «[[φεύγω]] δειλίας» — κατηγορούμαι για [[δειλία]]<br />ια) «[[φεύγω]] [[δίκην]] ὑπό τινος» — κατηγορούμαι από κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ιβ) «[[φεύγω]] ἀσεβείας ὑπό τινος» — κατηγορούμαι ως [[ασεβής]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ιγ) «τὸ φεῡγον [[ψήφισμα]]» — [[ψήφισμα]] υπό [[συζήτηση]] (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φεύγω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bheu</i>-<i>g</i>- «[[φεύγω]], [[δραπετεύω]]» και μπορεί να συνδεθεί με τα λιθουαν. <i>baugus</i> «[[δειλός]]» και <i>bauginti</i> «[[τρομοκρατώ]], [[φοβίζω]]» και με το λατ. <i>fugio</i> «[[φεύγω]]», σχηματισμένο από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και ο ελλ. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> και οι υπόλοιποι τ. της Ελληνικής που εμφανίζουν θ. <i>φυγ</i>-. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντούν σε άλλες ΙΕ γλώσσες τ. πολύ κοντινοί από μορφολογική [[άποψη]] [[προς]] το ρ. [[φεύγω]], οι οποίοι, όμως, διαφέρουν σημασιολογικώς, [[γεγονός]] που καθιστά δύσκολη τη σύνδεσή τους με το ρ. [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhujati</i> «διπλώνει», γοτθ. <i>biugan</i> «[[λυγίζω]]», γερμ. <i>biegen</i> «[[λυγίζω]]», [[αλλά]] και αβεστ. <i>bunĵainti</i> «σώζουν, ελευθερώνουν» (για τη [[σχέση]] του τ. με το ρ. [[φυγγάνω]]), γοτθ. <i>us</i>-<i>baugjan</i> «[[σκουπίζω]]». Η [[σχέση]] τών τ. αυτών παραμένει δυσερμήνευτη, έχει, όμως, προταθεί η [[αναγωγή]] τους σε [[τρεις]] διαφορετικές ρίζες με [[κοινή]] [[μορφή]] <i>bheu</i>-<i>g</i>- με σημ.: α) «[[φεύγω]]» <br />β) «[[λυγίζω]]» και γ) «[[απομακρύνω]], [[καθαρίζω]], [[ελευθερώνω]]». Το ρ. [[φεύγω]] απαντά ως α' συνθετικό λ. με ποικίλες μορφές: α) <i>φυγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του αορ. με ή [[χωρίς]] συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>φυγ</i>-<i>αίχμης</i>, <i>φυγό</i>-<i>πονος</i>)<br />β) <i>φευγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του ενεστ. (<b>πρβλ.</b> <i>φεύγ</i>-<i>υδρος</i>)<br />γ) <i>φυξι</i>-, από ένα όν. δηλωτικό του δράστη ενεργείας ή της ενέργειας, <b>βλ.</b> και λ. [[φύξις]] (<b>πρβλ.</b> <i>φυξί</i>-<i>πολις</i>) και σε μτγν. τ. <i>φευξι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φεῦξις]])<br />και δ) <i>φυγε</i>-, από το θ. του αορ., [[κατά]] τα α' συνθετικά σε <i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αρχε</i>-, <i>εχε</i>-) μόνο στο μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>pu</i><sub>2</sub><i>ke</i>-<i>qiri</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[φεύξις]], [[φύγδα]], [[φύγδην]], [[φύγιμον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυγείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεύγα]], [[φευγάλα]], [[φευγαλέος]], [[φεύγας]], [[φευγάτος]], [[φευγιό]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φυγόδικος]], [[φυγόμαχος]], [[φυγοπόλεμος]], [[φυγόπονος]]·<b>αρχ.</b> [[φεύγυδρος]], [[φυγαίχμης]], [[φυγανθρωπεύω]], [[φυγαρσενία]], [[φυγαρχώ]], [[φύγεργος]], [[φυγοδέμνιος]], [[φυγόλεκτρος]], [[φυγόξενος]], [[φυγόπατρις]], [[φυγόπολις]], [[φυξανορία]], [[φυξήλιος]], [[φυξίμηλος]], [[φυξίπολις]]·<b>αρχ.-μσν.</b> [[φευξασπίδιον]], [[φυγόδεμνος]]·<b>νεοελλ.</b> [[φυγόκεντρος]], [[φυγόποινος]], [[φυγόστρατος]]. (Β' συνθετικό) [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], [[διεκφεύγω]], [[εκφεύγω]], [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]], [[υπεκφεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφεύγω]], [[αντιφεύγω]], <i>αποπροφεύγω</i>, [[εκπροφεύγω]], [[εμφεύγω]], [[παραφεύγω]], [[παρεκπροφεύγω]], [[περιφεύγω]], [[προεκφεύγω]], [[προκαταφεύγω]], [[προσαναφεύγω]], [[προϋποφεύγω]], [[προφεύγω]], [[συγκαταφεύγω]], <i>ουμφεύγω</i>, [[συνδιαφεύγω]], [[συνεκφεύγω]], <i>συνεπιφεύγω</i>, [[υπεκπροφεύγω]], [[υπερεκφεύγω]], [[υπερφεύγω]], [[υποφεύγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αντιπροσφεύγω</i>, <i>γοργοφεύγω</i>, <i>επαναπροσφεύγω</i>, [[ξαναφεύγω]], [[ξεφεύγω]], <i>πρωτοφεύγω</i>].
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φεόγω]] Α<br /><b>1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], απομακρύνομαι [[γρήγορα]] [[κυρίως]] από φόβο ή [[επειδή]] μέ καταδιώκουν (α. «[[μόλις]] τον είδε με το [[πιστόλι]] έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναχωρώ]] (α. «έφυγαν για [[ταξίδι]] του μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν, Ἀριαῑος δὲ πεφευγὼς ἐν τῷ σταθμῷ εἴη», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]], [[δραπετεύω]] (α. «μού σκανταλίστει το [[κλουβί]] και μού 'φυγε τ' [[αηδόνι]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «δαιμόνιε ἀνδρῶν, τί φεύγεις [[αἰεί]], ἐξεόν τοι τῶνδε τὰ ἕτερα ποιέειν;», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» — [[είναι]] αδύνατο να αποφύγει [[κανείς]] ό,τι του [[είναι]] γραφτό, αρχ. γνωμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «όπου φύγει φύγει» — δηλώνει εσπευσμένη [[φυγή]]<br />β) «έφυγε στα [[τέσσερα]]» — έφυγε [[γρήγορα]], [[χωρίς]] να βλέπει [[προς]] τα [[πίσω]]<br />γ) «έφυγε αλά γαλλικά» — έφυγε [[χωρίς]] να γίνει [[αντιληπτός]], [[κρυφά]] ή ύπουλα<br />δ) «κοίταξε μην σού φύγει [[καμιά]] [[κουβέντα]]» — [[κράτα]] το [[μυστικό]], μην το λες σε κανέναν<br />ε) «κοίταξε μην σού φύγει [[κανένας]] [[λόγος]]»<br />(ειρωνικά) πρόσεξε [[μήπως]] δεν απαντήσεις σε [[κάτι]], [[συνήθως]] προσβλητικό, που σού είπαν<br />στ) «[[κάπου]] [[κάπου]] του φεύγουν»<br />(για γέρο ή άρρωστο άνθρωπο) αποβάλλει [[ούρα]] ή [[κόπρανα]] [[χωρίς]] να το καταλάβει<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κρασί]]) [[ξινίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) (<b>για πράγμ.</b>) [[ξεφεύγω]] (α. «Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον [[ἡνία]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ποῑόν σε [[ἔπος]] φύγεν [[ἕρκος]] ὀδόντων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[αποφεύγω]] ή [[διστάζω]] να πράξω [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[εγκαταλείπω]] την [[πατρίδα]] μου λόγω εγκλήματος που διέπραξα, [[γίνομαι]] [[φυγάς]]·4. ζω ως [[εξόριστος]], ζω στην [[εξορία]]<br /><b>5.</b> (ως αττ. [[δικανικός]] όρος) α) μηνύομαι, καταδιώκομαι<br />β) [[μιλώ]] ως [[συνήγορος]], [[υποστηρίζω]]<br /><b>6.</b> [[ισχυρίζομαι]] («ἔφευγε μὴ [[εἰδέναι]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> ([[συχν]]. [[ιδίως]] στον ενεστ. και τον παρατ. ενυπάρχει στο ρ. η σημ. της επιθυμίας, της πρόθεσης ή της προσπάθειας) [[θέλω]] ή [[προσπαθώ]] να φύγω<br /><b>8.</b> (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ φευγων</i><br /><b>(νομ.)</b> ο [[κατηγορούμενος]]<br /><b>9.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ φεύγοντες</i><br />οι εξόριστοι<br /><b>10.</b> (το ουδ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ φεῡγον</i><br />το [[τμήμα]] ενός αντικειμένου που γλιστράει από τα χέρια κάποιου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — τρέπομαι σε [[φυγή]] από κάποιον<br />β) «[[φεύγω]] τὴν παρὰ θάλασσαν»<br />(ενν. <i>ὁδόν</i>) [[αναχωρώ]] εσπευσμένα [[προς]] τη [[θάλασσα]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «[[φεύγω]] εἰς» — [[βρίσκω]] [[καταφύγιο]] [[κάπου]], [[καταφεύγω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />δ) «[[φεύγω]] φόνον» — [[αποφεύγω]] τις συνέπειες του φόνου (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[φεύγω]] ὑπό τινος» — εξορίζομαι από κάποιον<br />στ) «[[φεύγω]] ἐξ Ἀρείου Πάγου» — εξορίζομαι σύμφωνα με [[απόφαση]] του Αρείου Πάγου <b>(Δείν.)</b><br />ζ) «[[φεύγω]] ἀειφυγίαν» — εξορίζομαι για [[πάντα]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />η) «[[φεύγω]] γραφὴν [ή [[δίκην]]]» — δικάζομαι ως [[κατηγορούμενος]] για [[κάτι]], [[είμαι]] [[υπόδικος]]·θ) «[[φεύγω]] [[[δίκην]]] φόνου» — κατηγορούμαι για φόνο<br />ι) «[[φεύγω]] δειλίας» — κατηγορούμαι για [[δειλία]]<br />ια) «[[φεύγω]] [[δίκην]] ὑπό τινος» — κατηγορούμαι από κάποιον (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ιβ) «[[φεύγω]] ἀσεβείας ὑπό τινος» — κατηγορούμαι ως [[ασεβής]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ιγ) «τὸ φεῡγον [[ψήφισμα]]» — [[ψήφισμα]] υπό [[συζήτηση]] (<b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[φεύγω]] ανάγεται στην απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bheu</i>-<i>g</i>- «[[φεύγω]], [[δραπετεύω]]» και μπορεί να συνδεθεί με τα λιθουαν. <i>baugus</i> «[[δειλός]]» και <i>bauginti</i> «[[τρομοκρατώ]], [[φοβίζω]]» και με το λατ. <i>fugio</i> «[[φεύγω]]», σχηματισμένο από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας, όπως και ο ελλ. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i> και οι υπόλοιποι τ. της Ελληνικής που εμφανίζουν θ. <i>φυγ</i>-. Αξίζει να σημειωθεί ότι απαντούν σε άλλες ΙΕ γλώσσες τ. πολύ κοντινοί από μορφολογική [[άποψη]] [[προς]] το ρ. [[φεύγω]], οι οποίοι, όμως, διαφέρουν σημασιολογικώς, [[γεγονός]] που καθιστά δύσκολη τη σύνδεσή τους με το ρ. [[φεύγω]], <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>bhujati</i> «διπλώνει», γοτθ. <i>biugan</i> «[[λυγίζω]]», γερμ. <i>biegen</i> «[[λυγίζω]]», [[αλλά]] και αβεστ. <i>bunĵainti</i> «σώζουν, ελευθερώνουν» (για τη [[σχέση]] του τ. με το ρ. [[φυγγάνω]]), γοτθ. <i>us</i>-<i>baugjan</i> «[[σκουπίζω]]». Η [[σχέση]] τών τ. αυτών παραμένει δυσερμήνευτη, έχει, όμως, προταθεί η [[αναγωγή]] τους σε [[τρεις]] διαφορετικές ρίζες με [[κοινή]] [[μορφή]] <i>bheu</i>-<i>g</i>- με σημ.: α) «[[φεύγω]]» <br />β) «[[λυγίζω]]» και γ) «[[απομακρύνω]], [[καθαρίζω]], [[ελευθερώνω]]». Το ρ. [[φεύγω]] απαντά ως α' συνθετικό λ. με ποικίλες μορφές: α) <i>φυγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του αορ. με ή [[χωρίς]] συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>φυγ</i>-<i>αίχμης</i>, <i>φυγό</i>-<i>πονος</i>)<br />β) <i>φευγ</i>(<i>ο</i>)-, από το θ. του ενεστ. (<b>πρβλ.</b> <i>φεύγ</i>-<i>υδρος</i>)<br />γ) <i>φυξι</i>-, από ένα όν. δηλωτικό του δράστη ενεργείας ή της ενέργειας, <b>βλ.</b> και λ. [[φύξις]] (<b>πρβλ.</b> <i>φυξί</i>-<i>πολις</i>) και σε μτγν. τ. <i>φευξι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φεῦξις]])<br />και δ) <i>φυγε</i>-, από το θ. του αορ., [[κατά]] τα α' συνθετικά σε <i>ε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>αρχε</i>-, <i>εχε</i>-) μόνο στο μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο <i>pu</i><sub>2</sub><i>ke</i>-<i>qiri</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[φεύξις]], [[φύγδα]], [[φύγδην]], [[φύγιμον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυγείον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φεύγα]], [[φευγάλα]], [[φευγαλέος]], [[φεύγας]], [[φευγάτος]], [[φευγιό]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[φυγόδικος]], [[φυγόμαχος]], [[φυγοπόλεμος]], [[φυγόπονος]]·<b>αρχ.</b> [[φεύγυδρος]], [[φυγαίχμης]], [[φυγανθρωπεύω]], [[φυγαρσενία]], [[φυγαρχώ]], [[φύγεργος]], [[φυγοδέμνιος]], [[φυγόλεκτρος]], [[φυγόξενος]], [[φυγόπατρις]], [[φυγόπολις]], [[φυξανορία]], [[φυξήλιος]], [[φυξίμηλος]], [[φυξίπολις]]·<b>αρχ.-μσν.</b> [[φευξασπίδιον]], [[φυγόδεμνος]]·<b>νεοελλ.</b> [[φυγόκεντρος]], [[φυγόποινος]], [[φυγόστρατος]]. (Β' συνθετικό) [[αποφεύγω]], [[διαφεύγω]], [[διεκφεύγω]], [[εκφεύγω]], [[καταφεύγω]], [[προσφεύγω]], [[υπεκφεύγω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αναφεύγω]], [[αντιφεύγω]], <i>αποπροφεύγω</i>, [[εκπροφεύγω]], [[εμφεύγω]], [[παραφεύγω]], [[παρεκπροφεύγω]], [[περιφεύγω]], [[προεκφεύγω]], [[προκαταφεύγω]], [[προσαναφεύγω]], [[προϋποφεύγω]], [[προφεύγω]], [[συγκαταφεύγω]], <i>ουμφεύγω</i>, [[συνδιαφεύγω]], [[συνεκφεύγω]], <i>συνεπιφεύγω</i>, [[υπεκπροφεύγω]], [[υπερεκφεύγω]], [[υπερφεύγω]], [[υποφεύγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αντιπροσφεύγω</i>, <i>γοργοφεύγω</i>, <i>επαναπροσφεύγω</i>, [[ξαναφεύγω]], [[ξεφεύγω]], <i>πρωτοφεύγω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φεύγω:''' (√<i>ΦΥΓ</i>)· Ιων. παρατ. [[φεύγεσκον]]· μέλ. [[φεύξομαι]], Δωρ. <i>φευξοῦμαι</i> (επίσης σε Αττ. [[χάριν]] μέτρου)· αόρ. βʹ [[ἔφυγον]], Ιων. <i>φύγεσκον</i>, <i>πέφευγα</i>· Επικ. Παθ. μτχ. [[πεφυγμένος]], με Ενεργ. [[σημασία]], και [[πεφυζότες]] (πρβλ. [[φύζα]]).<br /><b class="num">I. 1.</b> τρέπομαι σε [[φυγή]], το [[βάζω]] στα πόδια, [[φεύγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με πρόθ., [[φεύγω]] ἀπό ή <i>ἔκ τινος</i>, σε Όμηρ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με γεν. μόνο, [[πεφυγμένος]] [[ἦεν]] ἀέθλων, σε Ομήρ. Οδ.· με σύστ. αιτ., <i>φεύγειν φυγήν</i>, σε Ευρ. (ομοίως, <i>φυγῇ φ</i>., σε Πλάτ.)· [[φεύγω]] τὴν παρὰ θάλασσαν (ενν. <i>ὁδόν</i>), [[φεύγω]] ταχύτατα προς τη [[θάλασσα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> ο ενεστ. και ο παρατ. [[κυρίως]] δηλώνουν την [[προσπάθεια]] να φύγει [[κάποιος]], απ' όπου η μτχ. <i>φεύγων</i> συνάπτεται με σύνθ. ρήμ. [[ἀποφεύγω]], [[ἐκφεύγω]], [[προφεύγω]], για να διακρίνεται από την [[πραγματοποίηση]] η [[προσπάθεια]], <i>βέλτερον</i>, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ [[ἁλώῃ]], είναι καλύτερα [[κάποιος]] να φύγει για να αποφύγει το [[κακό]] [[παρά]] να μείνει και να συλληφθεί, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>φεύγων</i>, [[εκφεύγω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[φεύγω]] εἰς..., [[καταφεύγω]] σε..., [[βρίσκω]] [[καταφύγιο]] σε..., σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> με απαρ., [[διστάζω]] να κάνω [[κάτι]], [[αποφεύγω]] να κάνω [[κάτι]], σε Ηρόδ., Πλάτ.· και με το απαρ. να παραλείπεται, [[οπισθοχωρώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με αιτ., [[απέχω]], [[διαφεύγω]], [[αποφεύγω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[φεύγω]] φόνον, [[αποφεύγω]] τις συνέπειες του φόνου, σε Ευρ.· η Παθ. μτχ. παρακ. επίσης διατηρεί την αιτ. στον Όμηρ., ο [[οποίος]] τη συνάπτει με [[εἶναι]] ή [[γενέσθαι]], = <i>πεφευγέναι</i>, π.χ. μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον [[ἔμμεναι]], λέω ότι [[κανένας]] δεν μπορεί να ξεφύγει από τη [[μοίρα]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· πεφυγμένον [[ἄμμε]] [[γενέσθαι]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἠνίοχον φύγον [[ἡνία]], τα [[ηνία]] έφυγαν από τα χέρια του, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[φεύγω]] από την [[πατρίδα]] μου εξαιτίας ενός εγκλήματος, σε Όμηρ.· <i>οἱ φεύγοντες</i>, οι εξόριστοι, σε Θουκ.· [[φεύγω]] [[πατρίδα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φεύγω]] [[ὑπό]] τινος, εξορίζομαι από κάποιον, σε Ηρόδ., Ξεν.· απόλ., [[πηγαίνω]] στην [[εξορία]], ζω στην [[εξορία]], Λατ. exulare, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">IV.</b> ως Αττ. [[δικανικός]] όρος, είμαι [[κατηγορούμενος]] ή καταδιωκόμενος· <i>ὁ φεύγων</i>, [[κατηγορούμενος]], [[εναγόμενος]], Λατ. [[reus]], αντίθ. του <i>διώκων</i>, [[κατήγορος]], [[ενάγων]], σε Αριστοφ., Ρήτ.· με αιτ., <i>φεύγωγραφήν</i> ή [[δίκην]], δικάζομαι ως [[κατηγορούμενος]] για [[κάτι]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· το [[έγκλημα]] τίθεται σε γεν., [[φεύγω]] φόνου (ενν. [[δίκην]]), κατηγορούμαι για φόνο, σε Λύσ. κ.λπ.· [[φεύγω]] ἀσεβείας [[ὑπό]] τινος, κατηγορούμαι ως [[ασεβής]] ή καταγγέλλομαι από κάποιον, σε Πλάτ.
}}
}}