ἄσφυκτος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσφυκτος]], -ον (Α) [[σφύζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει σφυγμό<br /><b>2.</b> ο [[δίχως]] [[σθένος]]<br /><b>3.</b> (για την [[ψυχή]]) ο [[ήρεμος]], ο συγκρατημένος<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό.
|mltxt=[[ἄσφυκτος]], -ον (Α) [[σφύζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει σφυγμό<br /><b>2.</b> ο [[δίχως]] [[σθένος]]<br /><b>3.</b> (για την [[ψυχή]]) ο [[ήρεμος]], ο συγκρατημένος<br /><b>4.</b> αυτός που δεν προκαλεί γρήγορο ἡ δυνατό σφυγμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσφυκτος:''' -ον ([[σφύζω]]), αυτός που δεν έχει σφυγμό, αυτός που δεν έχει [[ζωή]], [[λιπόθυμος]], σε Ανθ.
}}
}}