τυμβοῦχος: Difference between revisions

6
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που [[είναι]] κλεισμένος [[μέσα]] σε τάφο, ενταφιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που [[είναι]] κλεισμένος [[μέσα]] σε τάφο, ενταφιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ.
}}
}}