βραχύβιος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[βραχύβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.
|mltxt=-α, -ο (AM [[βραχύβιος]], -ον)<br />αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύβιος:''' -ον, αυτός που έχει σύντομη [[ζωή]], βραχύ βίο, σε Πλάτ.
}}
}}