λεπαῖος: Difference between revisions

5
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=λεπαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέπας]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο [[τόπο]] («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχώδης]], [[πετρώδης]].
|mltxt=λεπαῑος, -αία, -ον (Α) [[λέπας]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο [[τόπο]] («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βραχώδης]], [[πετρώδης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπαῖος:''' -α, -ον ([[λέπας]]), [[πετρώδης]], [[απόκρημνος]] λέγεται για [[τόπο]], σε Ευρ.
}}
}}