σταίτινος: Difference between revisions

6
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῑς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῑς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταίτῑνος:''' -η, -ον, αυτός που είναι παρασκευασμένος από [[αλεύρι]] ή [[ζύμη]] σικάλεως, σε Ηρόδ., Πλούτ.
}}
}}