ἱππευτής: Difference between revisions

5
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππευτής]], ὁ (Α)<br />[[ιππεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]], [[ικανός]] στην [[ίππευση]] και στην [[ιππομαχία]] (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς [[στρατός]]», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἱππευτής]], ὁ (Α)<br />[[ιππεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]], [[ικανός]] στην [[ίππευση]] και στην [[ιππομαχία]] (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς [[στρατός]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππευτής:''' -οῦ, ὁ, [[ιππέας]], [[έφιππος]], [[καβαλάρης]], σε Ευρ.
}}
}}