3,277,121
edits
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[σκιώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σκιά]]<br />[[σκιερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> όμοιος με [[σκιά]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> πολύ [[άτονος]], [[σχεδόν]] [[ανύπαρκτος]] («[[σκιώδης]] [[αντίσταση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκιώδης]] [[κυβέρνηση]]» — [[ομάδα]] στελεχών την οποία συγκροτεί το [[κόμμα]] της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό [[σχήμα]] του [[κόμματος]] που βρίσκεται την [[εξουσία]], με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την [[εξέλιξη]] τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό [[έργο]], [[αλλά]] και να [[είναι]] έτοιμο να σχηματίσει τη νέα [[κυβέρνηση]] [[αμέσως]] [[μόλις]] αναλάβει αυτό την [[εξουσία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιώδη</i><br />τα [[σκοτεινά]] [[πάθη]] της ψυχής («[[ὅπως]] παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ [[κάλυμμα]] τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκοτεινός]], [[σκούρος]]<br /><b>2.</b> (για [[εποχή]] του έτους) [[νεφελώδης]], [[ομιχλώδης]] («[[φθινόπωρον]] σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκιωδῶς</i> ΜΑ<br />[[σκοτεινά]]. | |mltxt=-ες / [[σκιώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σκιά]]<br />[[σκιερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> όμοιος με [[σκιά]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> πολύ [[άτονος]], [[σχεδόν]] [[ανύπαρκτος]] («[[σκιώδης]] [[αντίσταση]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[σκιώδης]] [[κυβέρνηση]]» — [[ομάδα]] στελεχών την οποία συγκροτεί το [[κόμμα]] της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντίστοιχη με το κυβερνητικό [[σχήμα]] του [[κόμματος]] που βρίσκεται την [[εξουσία]], με ανάλογο καταμερισμό τομέων-υπουργείων και τίτλων τών επικεφαλής τους, ώστε να μπορεί να παρακολουθεί καλύτερα την [[εξέλιξη]] τών διαφόρων θεμάτων και το κοινοβουλευτικό [[έργο]], [[αλλά]] και να [[είναι]] έτοιμο να σχηματίσει τη νέα [[κυβέρνηση]] [[αμέσως]] [[μόλις]] αναλάβει αυτό την [[εξουσία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκιώδη</i><br />τα [[σκοτεινά]] [[πάθη]] της ψυχής («[[ὅπως]] παύσῃς τὰ σκιώδη καὶ περιέλῃς τὸ [[κάλυμμα]] τῶν παθῶν ἡμῶν», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χρώμα]]) [[σκοτεινός]], [[σκούρος]]<br /><b>2.</b> (για [[εποχή]] του έτους) [[νεφελώδης]], [[ομιχλώδης]] («[[φθινόπωρον]] σκιῶδες, ἐπινέφελον», Ιπποκρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σκιωδῶς</i> ΜΑ<br />[[σκοτεινά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκιώδης:''' -ες, συνηρ. από <i>σκιο-είδης</i>, [[σκοτεινός]], [[σκιερός]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |