ἐπῳδή: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM ἐπωδή<br />Α και [[ἐπαοιδή]])<br />μαγική ωδή, [[ξόρκι]], [[μαγγανεία]] («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγεία]] για [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν [[πατήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευχάριστο [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> ἐπῳδὸς άσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ωδή</i>, [[συνηρημένος]] τ. του [[αοιδή]] (<span style="color: red;"><</span> [[αείδω]] «[[τραγουδώ]]» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. <i>άδω</i>) που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>αοιδ</i>- του θ. <i>αειδ</i>-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] τών ομόρριζων [[επωδή]] και <i>ἐπῳδὸς</i>. <i>Επωδή</i> σημαίνει «[[ξόρκι]]», ενώ η λ. <i>επῳδός</i> δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο [[μέρος]] ενός τραγουδιού» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ρεφραίν]])].
|mltxt=η (AM ἐπωδή<br />Α και [[ἐπαοιδή]])<br />μαγική ωδή, [[ξόρκι]], [[μαγγανεία]] («τά λυτήρια όλων τών μαγγανειών καί τών επωδών», Παπαδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγεία]] για [[κάτι]] ή [[εναντίον]] κάποιου («τούτων ἐπωδάς οὐκ ἐποίησεν [[πατήρ]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ευχάριστο [[τραγούδι]]<br /><b>3.</b> ἐπῳδὸς άσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ωδή</i>, [[συνηρημένος]] τ. του [[αοιδή]] (<span style="color: red;"><</span> [[αείδω]] «[[τραγουδώ]]» με αντίστοιχο συνηρημένο τ. <i>άδω</i>) που εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>αοιδ</i>- του θ. <i>αειδ</i>-. Ας σημειωθεί η σημασιολ. [[διαφορά]] [[μεταξύ]] τών ομόρριζων [[επωδή]] και <i>ἐπῳδὸς</i>. <i>Επωδή</i> σημαίνει «[[ξόρκι]]», ενώ η λ. <i>επῳδός</i> δηλώνει το «επαναλαμβανόμενο [[μέρος]] ενός τραγουδιού» (<b>[[πρβλ]].</b> [[ρεφραίν]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπῳδή:''' Ιων. και ποιητ. [[ἐπαοιδή]], ἡ, μαγευτικό [[τραγούδι]], γήτευμα, μάγια, [[ξόρκι]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.· με γεν. αντικ., [[ξόρκι]] για ή [[εναντίον]] ενός πράγματος, σε Αισχύλ.
}}
}}