3,274,873
edits
(6_16) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπεριμέριμνος''': -ον, [[ἀμέριμνος]] ἤ [[ἀπερίσκεπτος]], Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἀμαθής]] γε νὴ Δί’, [[ὅστις]] οὑτωσί [[σφόδρα]] ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136. | |lstext='''ἀπεριμέριμνος''': -ον, [[ἀμέριμνος]] ἤ [[ἀπερίσκεπτος]], Εὐστ. Πονημάτ. 248. 83: ― Ἐπίρρ. -νως, [[ἀμαθής]] γε νὴ Δί’, [[ὅστις]] οὑτωσί [[σφόδρα]] ἀπεριμερίμνως τὴν θύραν λελάκτικας, τόσον «ἀστόχαστα», τόσον «χωριάτικα», κατὰ δὲ τὸν σχολιαστ. «ἀμαθῶς, ἀπείρως, ἀνεπιστημόνως», Ἀριστοφ. Νεφέλ. 136. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπεριμέριμνος:''' -ον ([[μέριμνα]]), αυτός που δεν έχει ανειλημμένες φροντίδες, [[αμέριμνος]], [[απερίσκεπτος]]· επίρρ. <i>-νως</i>, απερίσκεπτα, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |