ἄπαρνος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπαρνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται [[τελείως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απαρνούμαι]], με μεταρρηματικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[έξαφνος]])].
|mltxt=[[ἄπαρνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται [[τελείως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απαρνούμαι]], με μεταρρηματικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[έξαφνος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπαρνος:''' -ον ([[ἀρνέομαι]]), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· <i>ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν</i>, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενός, δεν απαρνείται [[τίποτε]], σε Σοφ.
}}
}}