ἀνυπέρβλητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπέρβλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[αξεπέραστος]]<br />2<br />[[απαράμιλλος]], [[ακατανίκητος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνυπέρβλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[αξεπέραστος]]<br />2<br />[[απαράμιλλος]], [[ακατανίκητος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπέρβλητος:''' -ον ([[ὑπερβάλλω]]), αυτός που δεν έχει υπερβληθεί ή υπερνικηθεί, σε Ξεν. κ.λπ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Αριστ.
}}
}}