ἀπειλητήριος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπειλητήριος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που απειλεί, [[απειλητικός]].
|mltxt=[[ἀπειλητήριος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που απειλεί, [[απειλητικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειλητήριος:''' -α, -ον ([[ἀπειλέω]]), [[απειλητικός]], αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, <i>λόγοι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}