ἀόργητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)].
|mltxt=[[ἀόργητος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[οργή]], που δεν μπορεί να οργιστεί<br /><b>2.</b> όποιος συγκρατεί την [[οργή]] του, [[ψύχραιμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i>, [[εκτεταμένος]] τ. του -<i>οργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]]), [[κατά]] το [[άνοος]] -[[ανόητος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δυσόργητος]] <b>κ.λπ.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που δεν είναι δυνατόν να καταληφθεί από [[οργή]], [[πράος]], σε Αριστ.
}}
}}