ἀπόκρυφος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόκρυφος]], -ον)<br />Ι. 1. ο [[κρυφός]], ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[άρρητος]], ο [[εσωτερικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Απόκρυφα</i><br />ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μυστικό]] (ή τα [[μυστικά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα απόκρυφα</i> (μέρη)<br />τα γεννητικά όργανα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απρόσιτος]] στους πολλούς [[ανεξήγητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά<br /><b>2.</b> «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοι<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>απόκρυφα</i> (AM <i>ἀπόκρύφως</i>)<br />[[μυστικά]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόκρυφος]], -ον)<br />Ι. 1. ο [[κρυφός]], ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[άρρητος]], ο [[εσωτερικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Απόκρυφα</i><br />ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μυστικό]] (ή τα [[μυστικά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα απόκρυφα</i> (μέρη)<br />τα γεννητικά όργανα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απρόσιτος]] στους πολλούς [[ανεξήγητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά<br /><b>2.</b> «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοι<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>απόκρυφα</i> (AM <i>ἀπόκρύφως</i>)<br />[[μυστικά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκρῠφος:''' -ον ([[ἀποκρύπτω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που τηρείται [[κρυφός]], συγκεκαλυμμένος, σε Ευρ.· <i>ἐν ἀποκρύφῳ</i>, στα [[κρυφά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., αυτός που κρατείται στην [[αφάνεια]], για κάποιον, [[άγνωστος]] σε κάποιον, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[ασαφής]], συγκεχυμένος, [[σκοτεινός]], [[δύσληπτος]], στον ίδ.
}}
}}