3,274,408
edits
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM [[ἐπισκευαστής]]) [[επισκευάζω]]<br />αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει. | |mltxt=ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM [[ἐπισκευαστής]]) [[επισκευάζω]]<br />αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπισκευαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει, σε Δημ. | |||
}} | }} |