ἐπισκευαστής: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM [[ἐπισκευαστής]]) [[επισκευάζω]]<br />αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει.
|mltxt=ο (θηλ. επισκευάστρια) (AM [[ἐπισκευαστής]]) [[επισκευάζω]]<br />αυτός που επισκευάζει, που επιδιορθώνει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισκευαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που εξοπλίζει, προετοιμάζει, ή επιδιορθώνει, σε Δημ.
}}
}}