πειραστικός: Difference between revisions

5
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πειράζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[δοκιμή]], με τον οποίο γίνεται η [[δοκιμή]], [[δοκιμαστικός]] («ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ [[φιλοσοφία]] γνωριστική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> «ἡ πειραστική»<br />(ενν. [[τέχνη]] ή [[επιστήμη]]) [[κλάδος]] της διαλεκτικής, δηλ. η [[τέχνη]] να εξάγει [[κάποιος]] ψευδές [[συμπέρασμα]] με [[βάση]] την [[άγνοια]] [[αυτού]] που προβάλλει έναν ισχυρισμό, [[κατά]] τον Αριστοτέλη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πειραστικὸς [[διάλογος]]» — [[είδος]] τών πλατωνικών διαλόγων, στο οποίο υπάγονται, [[κατά]] τη [[διάκριση]] του Θρασύλλου, ο <i>Ευθύφρων</i>, ο <i>Θεαίτητος</i>, ο <i>Μένων</i>, ο <i>Ίων</i>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πειραστικῶς]] ΜΑ<br />δοκιμαστικώς<br /><b>μσν.</b><br />με τρόπο πειραχτικό, πειραχτικά.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πειράζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε [[δοκιμή]], με τον οποίο γίνεται η [[δοκιμή]], [[δοκιμαστικός]] («ἔστι δ' ἡ διαλεκτικὴ πειραστικὴ περὶ ὧν ἡ [[φιλοσοφία]] γνωριστική», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> «ἡ πειραστική»<br />(ενν. [[τέχνη]] ή [[επιστήμη]]) [[κλάδος]] της διαλεκτικής, δηλ. η [[τέχνη]] να εξάγει [[κάποιος]] ψευδές [[συμπέρασμα]] με [[βάση]] την [[άγνοια]] [[αυτού]] που προβάλλει έναν ισχυρισμό, [[κατά]] τον Αριστοτέλη<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πειραστικὸς [[διάλογος]]» — [[είδος]] τών πλατωνικών διαλόγων, στο οποίο υπάγονται, [[κατά]] τη [[διάκριση]] του Θρασύλλου, ο <i>Ευθύφρων</i>, ο <i>Θεαίτητος</i>, ο <i>Μένων</i>, ο <i>Ίων</i>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πειραστικῶς]] ΜΑ<br />δοκιμαστικώς<br /><b>μσν.</b><br />με τρόπο πειραχτικό, πειραχτικά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πειραστικός:''' -ή, -όν ([[πειράζω]]), [[δοκιμαστικός]], σε Αριστ.
}}
}}