3,274,159
edits
(34) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ο, ΝΜΑ, [[πρέσβης]] Ν, τ. γεν. -εος και κρητ. δωρ. τ. [[πρέσγυς]] και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α<br /><b>1.</b> [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[έκτακτος]] [[απεσταλμένος]] μιας ελληνικής πόλης [[προς]] [[άλλη]], ο [[οποίος]], ως [[αντιπρόσωπος]] τών αρχόντων της πατρίδας του και τών συμπολιτών του, έφερνε προτάσεις για [[ειρήνη]], [[συμμαχία]] ή [[επιμαχία]] ή εκπροσωπώντας μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] πήγαινε να ζητήσει [[επικουρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρος]], [[πρεσβύτης]]<br /><b>2.</b> (με τη σημ. του [[πρεσβύτερος]]) γεροντότερος<br /><b>3.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[πρώτος]], ο [[πρόεδρος]] (α. «[[πρέσβυς]] τῶν ἐφόρων» β. «[[πρέσβυς]] τῆς φυλῆς»)<br /><b>4.</b> το [[πτηνό]] [[τροχίλος]]<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οι πρέσβεις</i><br />α) οι γέροντες<br />β) (ως [[αξίωμα]]) άρχοντες, ηγεμόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πρέσ</i>-<i>βυς</i> αποτελεί αρχαϊκό τ. συνθέτου με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>πρές</i> «[[μπροστά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[προς]]) και β' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i>- «[[πηγαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[βαίνω]]) με τη [[μορφή]] <i>g</i><sup>w</sup><i>u</i>- όπως στον αρχ. ινδ. <i>vanar</i>-<i>gu</i>- «αυτός που πηγαίνει στο [[δάσος]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>puro</i>-<i>gava</i>- «[[αρχηγός]]»). Στην ύπαρξη χειλοϋπερωικού φθόγγου στο β' συνθετικό της λ. οφείλεται η [[εναλλαγή]] τών -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- που παρατηρείται [[μεταξύ]] τών διαλέκτων. Οι δωρικές διάλεκτοι έχουν γενικεύσει τους τ. με -<i>γ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>πρεσγευτάνς</i>, [[πρεσγέα]], ενώ ο [[αμάρτυρος]] τ. [[πρέσγυς]] μαρτυρείται στον τ. «[[σπέργυς]]<br />[[πρέσβυς]]», που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό. Ο τ. [[πρεγγευτάς]] έχει προέλθει με [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- σε -<i>γ</i>- από τον τ. [[πρεσγευτάς]], ενώ η ονομ. πληθ. <i>πρισγε</i>(<i>ι</i>)<i>ες</i> (που επιβεβαιώνει την ονομ. πληθ. <i>πρεσβῆες</i> του [[πρέσβυς]]) οφείλεται σε ιωτακισμό (<b>πρβλ.</b> υπερθ. [[πρίγιστος]] και [[πρήγιστος]]). Προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εμφάνιση]] στην κρητική διάλεκτο τ. με φωνηεντισμό -<i>ει</i>-: [[πρεῖγυς]], [[πρειγεύω]] (απ' όπου [[πρειγευτάς]], [[πρειγεία]], [[πρειγηΐα]]) και [[πρείγα]]. Οι τ. αυτοί [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] έχουν σχηματιστεί με δυσερμήνευτες φωνητικές διαδικασίες ([[ανάπτυξη]] φωνηεντισμού -<i>ι</i>- [[μετά]] τη σίγηση του -<i>σ</i>-) από τους τ. [[πρέσγυς]], [[πρεσγέα]], κ.λπ. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[πρέσβυς]] με το αρμεν. <i>ē</i><i>rec</i> «[[πρεσβύτερος]], [[ιερέας]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[αφού]] θα προϋπέθετε [[μορφή]] α' συνθετικό <i>πρεισ</i>-. Η λ. [[πρέσβυς]] χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική [[σπανίως]] με σημ. «[[γέρος]] [[άνθρωπος]]» (για την οποία χρησιμοποιείται [[συνήθως]] η λ. [[γέρων]]) και συχνότερα με σημ. «σημαντική [[προσωπικότητα]], [[πρεσβευτής]], [[πληρεξούσιος]]». Στη [[Σπάρτη]] [[επίσης]] η λ. χρησιμοποιείται ως [[πολιτικός]] [[τίτλος]] «ο [[πρώτος]], ο [[πρόεδρος]]» και γενικά «[[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]]». Στη λ. [[πρέσβυς]] [[λοιπόν]] παρατηρείται [[ένας]] [[συμφυρμός]] τών εννοιών της αρχαιότητας, της [[μεγάλης]] ηλικίας και της σπουδαιότητας, του σεβασμού και της πρωτοκαθεδρίας, που αποτελούν προνόμια της ηλικίας αυτής. Ο συγκρ. τ. [[πρεσβύτερος]] στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δεύτερο βαθμό ιερωσύνης (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>presbyter</i>). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[πρέσβης]] σχηματισμένος [[κατά]] τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | |mltxt=-εως, ο, ΝΜΑ, [[πρέσβης]] Ν, τ. γεν. -εος και κρητ. δωρ. τ. [[πρέσγυς]] και κρητ. τ. πρεῑγυς, Α<br /><b>1.</b> [[πρεσβευτής]]<br /><b>2.</b> (στην [[αρχαιότητα]]) [[έκτακτος]] [[απεσταλμένος]] μιας ελληνικής πόλης [[προς]] [[άλλη]], ο [[οποίος]], ως [[αντιπρόσωπος]] τών αρχόντων της πατρίδας του και τών συμπολιτών του, έφερνε προτάσεις για [[ειρήνη]], [[συμμαχία]] ή [[επιμαχία]] ή εκπροσωπώντας μια [[πολιτική]] [[παράταξη]] πήγαινε να ζητήσει [[επικουρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γέρος]], [[πρεσβύτης]]<br /><b>2.</b> (με τη σημ. του [[πρεσβύτερος]]) γεροντότερος<br /><b>3.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[πρώτος]], ο [[πρόεδρος]] (α. «[[πρέσβυς]] τῶν ἐφόρων» β. «[[πρέσβυς]] τῆς φυλῆς»)<br /><b>4.</b> το [[πτηνό]] [[τροχίλος]]<br /><b>5.</b> (<b>το αρσ. πληθ.</b>) <i>οι πρέσβεις</i><br />α) οι γέροντες<br />β) (ως [[αξίωμα]]) άρχοντες, ηγεμόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πρέσ</i>-<i>βυς</i> αποτελεί αρχαϊκό τ. συνθέτου με α' συνθετικό την [[πρόθεση]] <i>πρές</i> «[[μπροστά]]» (<b>βλ. λ.</b> [[προς]]) και β' συνθετικό τη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>ā</i>- «[[πηγαίνω]]» (<b>πρβλ.</b> [[βαίνω]]) με τη [[μορφή]] <i>g</i><sup>w</sup><i>u</i>- όπως στον αρχ. ινδ. <i>vanar</i>-<i>gu</i>- «αυτός που πηγαίνει στο [[δάσος]]» (<b>πρβλ.</b> και αρχ. ινδ. <i>puro</i>-<i>gava</i>- «[[αρχηγός]]»). Στην ύπαρξη χειλοϋπερωικού φθόγγου στο β' συνθετικό της λ. οφείλεται η [[εναλλαγή]] τών -<i>β</i>- και -<i>γ</i>- που παρατηρείται [[μεταξύ]] τών διαλέκτων. Οι δωρικές διάλεκτοι έχουν γενικεύσει τους τ. με -<i>γ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>πρεσγευτάνς</i>, [[πρεσγέα]], ενώ ο [[αμάρτυρος]] τ. [[πρέσγυς]] μαρτυρείται στον τ. «[[σπέργυς]]<br />[[πρέσβυς]]», που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικό Λεξικό. Ο τ. [[πρεγγευτάς]] έχει προέλθει με [[αφομοίωση]] του -<i>σ</i>- σε -<i>γ</i>- από τον τ. [[πρεσγευτάς]], ενώ η ονομ. πληθ. <i>πρισγε</i>(<i>ι</i>)<i>ες</i> (που επιβεβαιώνει την ονομ. πληθ. <i>πρεσβῆες</i> του [[πρέσβυς]]) οφείλεται σε ιωτακισμό (<b>πρβλ.</b> υπερθ. [[πρίγιστος]] και [[πρήγιστος]]). Προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά η [[εμφάνιση]] στην κρητική διάλεκτο τ. με φωνηεντισμό -<i>ει</i>-: [[πρεῖγυς]], [[πρειγεύω]] (απ' όπου [[πρειγευτάς]], [[πρειγεία]], [[πρειγηΐα]]) και [[πρείγα]]. Οι τ. αυτοί [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] έχουν σχηματιστεί με δυσερμήνευτες φωνητικές διαδικασίες ([[ανάπτυξη]] φωνηεντισμού -<i>ι</i>- [[μετά]] τη σίγηση του -<i>σ</i>-) από τους τ. [[πρέσγυς]], [[πρεσγέα]], κ.λπ. Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], της λ. [[πρέσβυς]] με το αρμεν. <i>ē</i><i>rec</i> «[[πρεσβύτερος]], [[ιερέας]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, [[αφού]] θα προϋπέθετε [[μορφή]] α' συνθετικό <i>πρεισ</i>-. Η λ. [[πρέσβυς]] χρησιμοποιείται στην Αρχαία Ελληνική [[σπανίως]] με σημ. «[[γέρος]] [[άνθρωπος]]» (για την οποία χρησιμοποιείται [[συνήθως]] η λ. [[γέρων]]) και συχνότερα με σημ. «σημαντική [[προσωπικότητα]], [[πρεσβευτής]], [[πληρεξούσιος]]». Στη [[Σπάρτη]] [[επίσης]] η λ. χρησιμοποιείται ως [[πολιτικός]] [[τίτλος]] «ο [[πρώτος]], ο [[πρόεδρος]]» και γενικά «[[άρχοντας]], [[ηγεμόνας]]». Στη λ. [[πρέσβυς]] [[λοιπόν]] παρατηρείται [[ένας]] [[συμφυρμός]] τών εννοιών της αρχαιότητας, της [[μεγάλης]] ηλικίας και της σπουδαιότητας, του σεβασμού και της πρωτοκαθεδρίας, που αποτελούν προνόμια της ηλικίας αυτής. Ο συγκρ. τ. [[πρεσβύτερος]] στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δεύτερο βαθμό ιερωσύνης (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>presbyter</i>). Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται ο τ. [[πρέσβης]] σχηματισμένος [[κατά]] τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -<i>ης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ. | |||
}} | }} |