ἐπιστρεφής: Difference between revisions

4
(13)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του [[κάπου]], [[άγρυπνος]], [[προσεκτικός]] («ἐπιστρεφὴς [[ῥήτωρ]]»<sub>(</sub><b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακριβής]], [[αυστηρός]] («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «[[ἐπιστρεφής]] [[ἀρχή]]»)<br /><b>3.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> (για [[τραγούδι]] αηδονιού) [[ποικίλος]]<br /><b>5.</b> [[επιστρεπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιστρεφῶς</i> και ιων. τ. επιστρεφέως<br /><b>1.</b> δραστήρια, με [[ενεργητικότητα]]<br /><b>2.</b> με [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]])].
|mltxt=[[ἐπιστρεφής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του [[κάπου]], [[άγρυπνος]], [[προσεκτικός]] («ἐπιστρεφὴς [[ῥήτωρ]]»<sub>(</sub><b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακριβής]], [[αυστηρός]] («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «[[ἐπιστρεφής]] [[ἀρχή]]»)<br /><b>3.</b> [[ευλύγιστος]]<br /><b>4.</b> (για [[τραγούδι]] αηδονιού) [[ποικίλος]]<br /><b>5.</b> [[επιστρεπτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιστρεφῶς</i> και ιων. τ. επιστρεφέως<br /><b>1.</b> δραστήρια, με [[ενεργητικότητα]]<br /><b>2.</b> με [[επιμέλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στρεφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στρέφος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιστρεφής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που στρέφει τα μάτια του ή το [[μυαλό]] σε [[κάτι]], [[προσεκτικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ακριβής]], [[αυστηρός]]· επίρρ. -[[φῶς]], Ιων. -[[φέως]], ειλικρινά, ζωηρά, δραστήρια, σε Ηρόδ., Αισχίν.
}}
}}