εὐάγκαλος: Difference between revisions

4
(14)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υπ</i>-[[άγκαλος]]].
|mltxt=[[εὐάγκαλος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[λιμάνι]]) [[πλατύς]], [[ευρύχωρος]] («λιμένες εὐάγκαλοι», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται στην [[αγκαλιά]] εύκολα, ευχάριστα, ο [[ευπρόσδεκτος]] («[[ἄχθος]] οὐκ εὐάγκαλον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που βαστάζεται ευχάριστα («ὁ [[Αἰνείας]]... ἐξῆγε φόρτον... εὐάγκαλον», Αιλ.)<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[ευχάριστος]] να τον αγκαλιάσει [[κάποιος]] («εὐάγκαλον ἀνδράσιν [[ὁμίλημα]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «λόγοι εὐάγκαλοι» — ευπρόσδεκτα [[λόγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγκαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άγκαλος]], [[παράλληλος]] [[σχηματισμός]] του [[αγκάλη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>υπ</i>-[[άγκαλος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐάγκᾰλος:''' -ον ([[ἀγκάλη]]), αυτός που κρατιέται εύκολα στην [[αγκαλιά]], που φορτώνεται εύκολα, σε Αισχύλ.
}}
}}