ἱππόλοφος: Difference between revisions

5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (μτφ. με κωμ. [[σημασία]]) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, [[λόγια]] σαν λοφία με [[τρίχες]] αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λοφίο]]»].
|mltxt=[[ἱππόλοφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[λοφίο]] με [[τρίχες]] αλόγου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> (μτφ. με κωμ. [[σημασία]]) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, [[λόγια]] σαν λοφία με [[τρίχες]] αλόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λόφος]] «[[λοφίο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππόλοφος:''' -ον, αυτός που έχει [[χαίτη]] ή [[λοφίο]], [[περικεφαλαία]] από αλογότριχες, σε Ανθ.
}}
}}