ἀποσκυθίζω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσκυθίζω]] (Α) [[σκυθίζω]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]] της κεφαλής με τις [[τρίχες]], όπως έκαναν οι [[Σκύθες]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κουρεύομαι]] «εν χρω», [[γουλί]].
|mltxt=[[ἀποσκυθίζω]] (Α) [[σκυθίζω]]<br /><b>1.</b> [[αφαιρώ]] το [[δέρμα]] της κεφαλής με τις [[τρίχες]], όπως έκαναν οι [[Σκύθες]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κουρεύομαι]] «εν χρω», [[γουλί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκῠθίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>, [[ξυρίζω]] τα μαλλιά από το [[κεφάλι]] μου ως το [[δέρμα]] όπως συνήθιζαν οι [[Σκύθες]]· μεταφ. στην Παθ., ξυρίζομαι [[μέχρι]] το [[δέρμα]], απογυμνώνομαι, <i>κρᾶτ' ἀπεσκυθισμένη</i>, σε Ευρ.
}}
}}