ἀπόρρητος: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόρρητος]], -ον) [[ρητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[πρέπει]] ή δεν μπορεί να λεχθεί, [[απόκρυφος]], [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το απόρρητο</i><br />το [[μυστικό]] που δεν [[πρέπει]] να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») —για κρατικούς λειτουργούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, γιατρούς κ.λπ.—, «το απόρρητο της εξομολόγησης», «το απόρρητο της αλληλογραφίας»<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], [[απροσδιόριστος]], δυσκολοπερίγραπτος<br /><b>2.</b> [[παράξενος]], [[θαυμαστός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ τὼν ἀπορρήτων [[γραμματεύς]]» — [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>4.</b> «ὁ ἐξ ἀπορρήτων» — [[ανώτερος]] [[υπάλληλος]] της υψηλής πύλης, [[είδος]] υπουργού ή διερμηνέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαγορευμένος<br /><b>2.</b> [[βδελυρός]], [[αποτρόπαιος]]<br /><b>3.</b> (για ιερά πράγματα) αυτός που δεν [[είναι]] όσιο να λεχθεί, ο [[άρρητος]]<br /><b>4.</b> (για λέξεις) αυτή που [[είναι]] απαγορευμένη και η [[χρήση]] της τιμωρείται με [[βαρύ]] [[πρόστιμο]]<br /><b>5.</b> (πληθ. ουδ.) <i>τὰ ἀπόρρητα</i><br />α) εμπορεύματα των οποίων η [[εξαγωγή]] ήταν απαγορευμένη<br />β) τα εσωτερικά δόγματα των Πυθαγορείων<br />γ) τα αιδοία<br /><b>6.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἐν ἀπορρήτῳ» — [[κρυφά]], [[μυστικά]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόρρητος]], -ον) [[ρητός]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[πρέπει]] ή δεν μπορεί να λεχθεί, [[απόκρυφος]], [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το απόρρητο</i><br />το [[μυστικό]] που δεν [[πρέπει]] να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») —για κρατικούς λειτουργούς, δικηγόρους, συμβολαιογράφους, γιατρούς κ.λπ.—, «το απόρρητο της εξομολόγησης», «το απόρρητο της αλληλογραφίας»<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], [[απροσδιόριστος]], δυσκολοπερίγραπτος<br /><b>2.</b> [[παράξενος]], [[θαυμαστός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ὁ τὼν ἀπορρήτων [[γραμματεύς]]» — [[μυστικοσύμβουλος]]<br /><b>4.</b> «ὁ ἐξ ἀπορρήτων» — [[ανώτερος]] [[υπάλληλος]] της υψηλής πύλης, [[είδος]] υπουργού ή διερμηνέα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> απαγορευμένος<br /><b>2.</b> [[βδελυρός]], [[αποτρόπαιος]]<br /><b>3.</b> (για ιερά πράγματα) αυτός που δεν [[είναι]] όσιο να λεχθεί, ο [[άρρητος]]<br /><b>4.</b> (για λέξεις) αυτή που [[είναι]] απαγορευμένη και η [[χρήση]] της τιμωρείται με [[βαρύ]] [[πρόστιμο]]<br /><b>5.</b> (πληθ. ουδ.) <i>τὰ ἀπόρρητα</i><br />α) εμπορεύματα των οποίων η [[εξαγωγή]] ήταν απαγορευμένη<br />β) τα εσωτερικά δόγματα των Πυθαγορείων<br />γ) τα αιδοία<br /><b>6.</b> (<b>επιρρ. φρ.</b>) «ἐν ἀπορρήτῳ» — [[κρυφά]], [[μυστικά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόρρητος:''' -ον ([[ἀπερῶ]]),<br /><b class="num">I.</b> απαγορευμένος· <i>ἀπόρρητον πόλει</i>, παρότι ήταν απαγορευμένο στους πολίτες, σε Σοφ.· <i>τὰἀπόρρητα</i>, τα εμπορεύμτα των οποίων η [[εξαγωγή]] ήταν απαγορευμένη, [[λαθραία]] εμπορεύματα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός για τον οποίο δεν πρέπει να γίνεται ή δεν θα έπρεπε να έχει γίνει [[λόγος]], [[μυστικός]], Λατ. tacendus· <i>ἀπόρρητον ποιεῖσθαι</i>, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, σε Ηρόδ.· [[κύριος]] καὶ ῥητῶν καὶ ἀπορρήτων, λέγεται για τον Φίλιππο τον Μακεδόνα, όπως το Λατ. dicenda tacenda, σε Δημ.· <i>ἀπόρρητον</i>, <i>τό</i>, το [[μυστικό]] της πολιτείας, το κρατικό [[μυστικό]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για ιερά πράγματα, [[μυστικός]], [[απόκρυφος]], [[άρρητος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> αυτός ο [[οποίος]] δεν αρμόζει να αναφέρεται, [[αποτρόπαιος]], [[βδέλυγμα]], σε Πλάτ.
}}
}}