ἄσοφος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσοφος]], -ον)<br />ο [[μωρός]], ο [[ανόητος]], ο [[επιπόλαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράξη]] ή [[έκφραση]]) ο [[άστοχος]], ο [[άκριτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσοφος]], -ον)<br />ο [[μωρός]], ο [[ανόητος]], ο [[επιπόλαιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[πράξη]] ή [[έκφραση]]) ο [[άστοχος]], ο [[άκριτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσοφος:''' -ον, [[απερίσκεπτος]], [[ηλίθιος]], [[ανόητος]], σε Θέογν.
}}
}}