ἄρουρα: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἄρουρα]])<br /><b>1.</b> η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> τα χωράφια, οι αγροί<br /><b>3.</b> η γη, το [[έδαφος]]<br /><b>4.</b> το [[χώμα]]<br /><b>5.</b> [[μέτρο]] εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο<br /><b>6.</b> (μτφ. για [[γυναίκα]]) αυτή που δέχεται [[σπέρμα]] και τεκνοποιεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρουρ</i>-<i>ya</i> <span style="color: red;"><</span> (αθέμ. ουδ. ουσ.) <i>αrowŗ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αρό</i>-<i>ω</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) <i>yă</i>. Για τον σχηματισμό <i>arowŗ</i> με [[επίθημα]] <i>r</i> / <i>n</i> <b>[[πρβλ]].</b> ιρλ. <i>arbor</i> «δημητριακό» (<span style="color: red;"><</span> <i>arwŗ</i>), γεν. <i>arbann</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αrwenos</i>). Ο [[συσχετισμός]] με σανσκρ. <i>urvάrᾱ</i>- «[[θερισμός]]», αβεστ. <i>urvαrᾱ</i>, λατ. <i>arvum</i> «[[αγρός]]» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Η λ. [[άρουρα]] ως «καλλιεργήσιμη γη» απαντά στον Όμηρο, στις μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (<i>α</i>-<i>ro</i>-<i>u</i>-<i>ra</i>) [[καθώς]] και στην Κυπριακή με [[σημασία]] σαφέστερη από αυτήν της λ. [[αγρός]] και εντελώς διάφορη από τη [[σημασία]] της λ. [[αλκή]], <i>φυταλία</i>, [[κήπος]] που χρησιμοποιούνται για αμπέλια ή χωράφια. Στον Θέογνι και στους τραγικούς ποιητές αποκτά μεταφορική [[έννοια]] και χαρακτηρίζει τη [[γυναίκα]] που μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ στον Ηρόδοτο χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγροτικό [[μέτρο]] της Αιγύπτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρουραίος]]].
|mltxt=η (AM [[ἄρουρα]])<br /><b>1.</b> η καλλιεργημένη ή καλλιεργήσιμη [[περιοχή]]<br /><b>2.</b> τα χωράφια, οι αγροί<br /><b>3.</b> η γη, το [[έδαφος]]<br /><b>4.</b> το [[χώμα]]<br /><b>5.</b> [[μέτρο]] εδαφικής έκτασης στην Αίγυπτο<br /><b>6.</b> (μτφ. για [[γυναίκα]]) αυτή που δέχεται [[σπέρμα]] και τεκνοποιεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρουρ</i>-<i>ya</i> <span style="color: red;"><</span> (αθέμ. ουδ. ουσ.) <i>αrowŗ</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αρό</i>-<i>ω</i>) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) <i>yă</i>. Για τον σχηματισμό <i>arowŗ</i> με [[επίθημα]] <i>r</i> / <i>n</i> <b>[[πρβλ]].</b> ιρλ. <i>arbor</i> «δημητριακό» (<span style="color: red;"><</span> <i>arwŗ</i>), γεν. <i>arbann</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αrwenos</i>). Ο [[συσχετισμός]] με σανσκρ. <i>urvάrᾱ</i>- «[[θερισμός]]», αβεστ. <i>urvαrᾱ</i>, λατ. <i>arvum</i> «[[αγρός]]» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Η λ. [[άρουρα]] ως «καλλιεργήσιμη γη» απαντά στον Όμηρο, στις μυκηναϊκές πινακίδες της Πύλου (<i>α</i>-<i>ro</i>-<i>u</i>-<i>ra</i>) [[καθώς]] και στην Κυπριακή με [[σημασία]] σαφέστερη από αυτήν της λ. [[αγρός]] και εντελώς διάφορη από τη [[σημασία]] της λ. [[αλκή]], <i>φυταλία</i>, [[κήπος]] που χρησιμοποιούνται για αμπέλια ή χωράφια. Στον Θέογνι και στους τραγικούς ποιητές αποκτά μεταφορική [[έννοια]] και χαρακτηρίζει τη [[γυναίκα]] που μπορεί να τεκνοποιήσει, ενώ στον Ηρόδοτο χρησιμοποιείται για να δηλώσει αγροτικό [[μέτρο]] της Αιγύπτου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αρουραίος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄρουρᾰ:''' ἡ ([[ἀρόω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> καλλιεργημένη ή κατάλληλη για [[καλλιέργεια]] γη, σπαρμένη γη, καρποφόρα γη, [[χωράφι]], Λατ. [[arvum]], και σε πληθ., σιτοφόρες εκτάσεις, αγροί, χωράφια, σε Ομήρ. Ιλ.· [[έπειτα]], γενικά, [[εξοχή]], γη, στο ίδ.· πατρὶς [[ἄρουρα]], πατρική γη, [[πατρίδα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., λέγεται για [[γυναίκα]] που γεννά [[παιδιά]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[μονάδα]] έκτασης στην Αίγυπτο, [[σχεδόν]] το Ρωμ. [[jugerum]], σε Ηρόδ.
}}
}}