ἀσυλία: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀσυλία]]) [[άσυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «διπλωματική [[ασυλία]]» — το προνομιακό [[καθεστώς]] των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο [[μέτρο]]— στην έννομη [[τάξη]] του κράτους στο οποίο [[είναι]] διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα<br /><b>2.</b> «βουλευτική [[ασυλία]]» — το [[προνόμιο]] των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται [[χωρίς]] την [[άδεια]] του εκλογικού σώματος ([[εκτός]] από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε [[βάρος]] προσώπου ή ιερού χώρου<br /><b>2.</b> το να παρέχεται [[άσυλο]] σε ικέτες<br /><b>3.</b> [[απαλλαγή]] από [[φόρο]] ή [[συνεισφορά]].
|mltxt=η (Α [[ἀσυλία]]) [[άσυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «διπλωματική [[ασυλία]]» — το προνομιακό [[καθεστώς]] των διπλωματικών αποστολών και του προσωπικού τους να μην υπάγονται —σε μεγάλο [[μέτρο]]— στην έννομη [[τάξη]] του κράτους στο οποίο [[είναι]] διαπιστευμένοι ώστε να ασκούν ανεμπόδιστα και αποτελεσματικά τα διπλωματικά τους καθήκοντα<br /><b>2.</b> «βουλευτική [[ασυλία]]» — το [[προνόμιο]] των βουλευτών να μη διώκονται, συλλαμβάνονται ή φυλακίζονται [[χωρίς]] την [[άδεια]] του εκλογικού σώματος ([[εκτός]] από περιπτώσεις «κακουργημάτων επ' αυτοφώρω»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να μη μπορεί να ασκηθεί βία σε [[βάρος]] προσώπου ή ιερού χώρου<br /><b>2.</b> το να παρέχεται [[άσυλο]] σε ικέτες<br /><b>3.</b> [[απαλλαγή]] από [[φόρο]] ή [[συνεισφορά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσυλία:''' ἡ ([[ἄσυλος]]), [[ιερό]], απαραβίαστο, λέγεται για τους ικέτες, σε Αισχύλ.
}}
}}