ἀσκάντης: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκάντης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> φτωχικό [[στρώμα]], [[ψάθα]]<br /><b>2.</b> [[ξυλοκρέβατο]] για τη [[μεταφορά]] νεκρού ή φερέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική [[επίδραση]], <b>[[πρβλ]].</b> τον παράλληλο τ. «[[σκάνθαν]]<br /><i>κράββατον</i>» (Ησύχιος)].
|mltxt=[[ἀσκάντης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> φτωχικό [[στρώμα]], [[ψάθα]]<br /><b>2.</b> [[ξυλοκρέβατο]] για τη [[μεταφορά]] νεκρού ή φερέτρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική [[επίδραση]], <b>[[πρβλ]].</b> τον παράλληλο τ. «[[σκάνθαν]]<br /><i>κράββατον</i>» (Ησύχιος)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκάντης:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> φτωχή [[κλίνη]], αχυρόστρωμα, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[φέρετρο]], [[νεκροκρέβατο]], σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
}}
}}