ἀποκώλυσις: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκώλυσις]], η (Α)<br />το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει [[κανείς]] [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀποκώλυσις]], η (Α)<br />το να εμποδίζει, να μην επιτρέπει [[κανείς]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκώλῡσις:''' -εως, ἡ, [[παρεμπόδιση]], [[κωλυσιεργία]], σε Ξεν.
}}
}}