3,276,318
edits
(6) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀστεμφής]], -ές (Α) [[στέμβω]]<br />Ι. 1. [[αμετακίνητος]], [[αδιάσειστος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άκαμπτος]] [[σκληρός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αμετάπειστος]], [[αδιάλλακτος]]<br />II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) <i>ἀστεμφές</i><br />σκληρά, άκαμπτα. | |mltxt=[[ἀστεμφής]], -ές (Α) [[στέμβω]]<br />Ι. 1. [[αμετακίνητος]], [[αδιάσειστος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[άκαμπτος]] [[σκληρός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αμετάπειστος]], [[αδιάλλακτος]]<br />II. (το ουδ. στον εν. ως επίρρ.) <i>ἀστεμφές</i><br />σκληρά, άκαμπτα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀστεμφής:''' -ές ([[στέμβω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ακίνητος]], [[αδιάσειστος]], [[αμετάτρεπτος]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀστεμφὲς ἔχεσκε (τὸ [[σκῆπτρον]]), το κράτησε όρθιο και ακίνητο, στο ίδ.· επίρρ., [[ἀστεμφέως]] [[ἐχέμεν]], εσείς να τον βαστάτε γερά, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ουδ. <i>ἀστεμφές</i>, ως επίρρ., άκαμπτα, γερά, [[σταθερά]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[σταθερός]], [[άκαμπτος]], [[αλύγιστος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |