αὐτόφορτος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόφορτος]], -ον (AM) [[φόρτος]]<br />(για [[πλοίο]]) [[μαζί]] με το [[φορτίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σηκώνει [[μόνος]] το [[φορτίο]] του.
|mltxt=[[αὐτόφορτος]], -ον (AM) [[φόρτος]]<br />(για [[πλοίο]]) [[μαζί]] με το [[φορτίο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σηκώνει [[μόνος]] το [[φορτίο]] του.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόφορτος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει το δικό του φορτίο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι μαζί με το φορτίο, [[ναῦς]], σε Πλούτ.
}}
}}