ἄχρωστος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄχρωστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει αγγίξει [[κανείς]], [[άθικτος]]<br /><b>2.</b> [[άχρωμος]], [[αχρωμάτιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> ([[θέμα]]) <i>χρωσ</i>-, [[χρώζω]]-[[χρώννυμι]] «[[αγγίζω]], [[χρωματίζω]]»].
|mltxt=[[ἄχρωστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον έχει αγγίξει [[κανείς]], [[άθικτος]]<br /><b>2.</b> [[άχρωμος]], [[αχρωμάτιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> ([[θέμα]]) <i>χρωσ</i>-, [[χρώζω]]-[[χρώννυμι]] «[[αγγίζω]], [[χρωματίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄχρωστος:''' -ον ([[χρώζω]]), [[άθικτος]], <i>χερῶν ἐμῶν</i>, με τα χέρια μου, σε Ευρ.
}}
}}