ἀτείχιστος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτείχιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο [[ανοχύρωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει αποκλειστεί με [[τείχος]] το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτείχιστος]], -ον)<br />αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο [[ανοχύρωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν έχει αποκλειστεί με [[τείχος]] το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτείχιστος:''' -ον ([[τειχίζω]])·<br /><b class="num">1.</b> [[ατείχιστος]], [[ανοχύρωτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> μη περιτειχισμένος, μη αποκλεισμένος, στον ίδ.
}}
}}