ἀχείρωτος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχείρωτος]], -ον (AM) [[χειρώ]]<br />[[ανίκητος]], [[αδούλωτος]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀχείρωτον [[φύτευμα]]»<br />(για την [[ιερή]] [[ελιά]]) που δεν τη φύτεψε [[χέρι]] ανθρώπου.
|mltxt=[[ἀχείρωτος]], -ον (AM) [[χειρώ]]<br />[[ανίκητος]], [[αδούλωτος]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀχείρωτον [[φύτευμα]]»<br />(για την [[ιερή]] [[ελιά]]) που δεν τη φύτεψε [[χέρι]] ανθρώπου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχείρωτος:''' -ον ([[χειρόω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[αδάμαστος]], [[ανυπότακτος]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν φυτεύτηκε από χέρια ανθρώπου, σε Σοφ.
}}
}}