βαρύχορδος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύχορδος]], -ον (Α)<br />με βαθύ, χαμηλό ήχο.
|mltxt=[[βαρύχορδος]], -ον (Α)<br />με βαθύ, χαμηλό ήχο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύχορδος:''' -ον ([[χορδή]]), αυτός που έχει [[βαρύ]] τόνο στις χορδές, σε Ανθ.
}}
}}