ἀφλοισμός: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφλοισμός]], ο (Α)<br />οι αφροί που βγάζει [[κανείς]] από το [[στόμα]] όταν [[είναι]] [[έξαλλος]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Άπαξ ειρημένη» ομηρική [[λέξη]] (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως [[παράλληλος]], πιθ. [[αιτωλικός]], τ. του [[αφρός]]. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας [[λέξη]] σε -<i>σμός</i>, το [[θέμα]] της οποίας (<i>φλοιδ</i>-) αποτελεί την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής ρίζας <i>bhlei</i>- «[[φουσκώνω]], [[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «<i>έφλιδεν</i><br />διέρρεεν», «[[διαπέφλοιδεν]]<br />διακέχυται», «[[πεφλοιδέναι]]<br />φλυκταινούσθαι» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[φλιδώ]]). Το αρκτικό <i>α</i>- του [[αφλοισμός]] ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) [[στοιχείο]], αν δεν οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αφρός]]].
|mltxt=[[ἀφλοισμός]], ο (Α)<br />οι αφροί που βγάζει [[κανείς]] από το [[στόμα]] όταν [[είναι]] [[έξαλλος]] από θυμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Άπαξ ειρημένη» ομηρική [[λέξη]] (Ιλ. Ο 607) που έχει ερμηνευθεί από τους σχολιαστές ως [[παράλληλος]], πιθ. [[αιτωλικός]], τ. του [[αφρός]]. Πρόκειται για δηλωτική ενέργειας [[λέξη]] σε -<i>σμός</i>, το [[θέμα]] της οποίας (<i>φλοιδ</i>-) αποτελεί την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>bhl</i>-<i>ei</i>-<i>d</i>- (παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής ρίζας <i>bhlei</i>- «[[φουσκώνω]], [[ξεχειλίζω]], [[γεμίζω]]»)<br /><b>[[πρβλ]].</b> [[επίσης]] τις «γλώσσες» του Ησυχίου: «<i>έφλιδεν</i><br />διέρρεεν», «[[διαπέφλοιδεν]]<br />διακέχυται», «[[πεφλοιδέναι]]<br />φλυκταινούσθαι» (<b>[[πρβλ]].</b> και λ. [[φλιδώ]]). Το αρκτικό <i>α</i>- του [[αφλοισμός]] ερμηνεύεται ως προθεματικό, αθροιστικό (επιτατικό) [[στοιχείο]], αν δεν οφείλεται σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[αφρός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀφλοισμός:''' ὁ, λέγεται για οργισμένο άνθρωπο, [[τραύλισμα]] ή πιθ. άφρισμα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}