αὐτοψία: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[αὐτοψία]]) [[αυτόπτης]]<br />το να βλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική, επιστάμενη [[παρατήρηση]] ή [[εξέταση]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> ο [[εκστατικός]] [[οραματισμός]] του Θεού.
|mltxt=η (AM [[αὐτοψία]]) [[αυτόπτης]]<br />το να βλέπει [[κανείς]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> προσεκτική, επιστάμενη [[παρατήρηση]] ή [[εξέταση]]<br /><b>2.</b> η [[αντίληψη]] του αντικειμένου της απόδειξης με τις ίδιες τις αισθήσεις του δικαστή<br /><b>μσν.</b><br /><b>θεολ.</b> ο [[εκστατικός]] [[οραματισμός]] του Θεού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοψία:''' ἡ ([[ὄψομαι]], μέλ. του [[ὁράω]]), το να βλέπει [[κάποιος]] [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του μάτια, σε Λουκ.
}}
}}