βαρύμισθος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρύμισθος]], -ον (Α)<br />αυτός που παίρνει μεγάλο [[μισθό]].
|mltxt=[[βαρύμισθος]], -ον (Α)<br />αυτός που παίρνει μεγάλο [[μισθό]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βᾰρύμισθος:''' -ον, αυτός που αμείβεται πλουσιοπάροχα, σε Ανθ.
}}
}}