γλυπτός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γλυπτός]], -ή, -όν) [[γλύφω]]<br /><b>1.</b> σκαλισμένος με [[σμίλη]], [[λαξευτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[έργο]] γλυπτικής<br /><b>μσν.</b><br />[[τορνευτός]], καλοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά γλυπτά</i><br />τα λατομεία.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γλυπτός]], -ή, -όν) [[γλύφω]]<br /><b>1.</b> σκαλισμένος με [[σμίλη]], [[λαξευτός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[έργο]] γλυπτικής<br /><b>μσν.</b><br />[[τορνευτός]], καλοφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά γλυπτά</i><br />τα λατομεία.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γλυπτός:''' -ή, -όν ([[γλύφω]]), σκαλισμένος, χαραγμένος, σμιλευμένος, σε Ανθ.
}}
}}