γεφυροποιός: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[γεφυροποιός]])<br />[[τεχνίτης]] ή [[μηχανικός]] [[ειδικός]] στην [[κατασκευή]] γεφυρών<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.
|mltxt=ο (AM [[γεφυροποιός]])<br />[[τεχνίτης]] ή [[μηχανικός]] [[ειδικός]] στην [[κατασκευή]] γεφυρών<br /><b>νεοελλ.</b><br />όποιος συμβιβάζει αντίθετες απόψεις ή καταστάσεις.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεφῡροποιός:''' ὁ, αυτός που κατασκευάζει γέφυρες, Λατ. Pontifex, σε Πλούτ.
}}
}}