3,277,055
edits
(8) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-οντος), ο (AM)<br /><b>βλ.</b> [[γέροντας]]. | |mltxt=(-οντος), ο (AM)<br /><b>βλ.</b> [[γέροντας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γέρων:''' -οντος, ὁ,<br /><b class="num">I. 1.</b> ηλικιωμένος άντρας, σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με [[πολιτική]] [[σημασία]]· <i>γέροντες</i> ήταν οι δημογέροντες, οι πρεσβύτεροι ή οι άρχοντες, οι οποίοι αποτελούσαν το [[συμβούλιο]] του βασιλιά, σε Όμηρ.· [[έπειτα]], όπως το Λατ. Patres, και οι συγκλητικοί, [[ιδίως]] στη [[Σπάρτη]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., ηλικιωμένος, συναπτόμενο [[κυρίως]] με αρσ. ουσ., σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.· [[αλλά]], [[γέρον]] [[σάκος]], συναντάται σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |