γυμναστής: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α [[γυμναστής]], ο) [[γυμνάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[γυμναστική]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.
|mltxt=ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α [[γυμναστής]], ο) [[γυμνάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που διδάσκει [[γυμναστική]]<br /><b>2.</b> αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γυμνᾰστής:''' -οῦ, ὁ ([[γυμνάζω]]), [[προπονητής]] επαγγελματιών αθλητών, σε Ξεν., Πλάτ.
}}
}}