δειπνοφόρος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δειπνοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πτηνά) αυτός που μεταφέρει (με το [[ράμφος]]) [[τροφή]] στη [[φωλιά]] του<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρει εδέσματα ως προσφορές σε θεότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείπνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
|mltxt=[[δειπνοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για πτηνά) αυτός που μεταφέρει (με το [[ράμφος]]) [[τροφή]] στη [[φωλιά]] του<br /><b>2.</b> αυτός που μεταφέρει εδέσματα ως προσφορές σε θεότητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δείπνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δειπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που κουβαλά προσφορές κρεάτων, σε Πλούτ.
}}
}}