δαφνώδης: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[δαφνώδης]], -ες) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] δάφνες<br /><b>2.</b> [[δαφνοειδής]], όμοιος με [[δάφνη]] ή με φύλλα δάφνης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαφνώδη</i>, τα<br />τα δαφνοειδή, οι [[δαφνίδες]].
|mltxt=-ες (AM [[δαφνώδης]], -ες) [[δάφνη]]<br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] δάφνες<br /><b>2.</b> [[δαφνοειδής]], όμοιος με [[δάφνη]] ή με φύλλα δάφνης<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>δαφνώδη</i>, τα<br />τα δαφνοειδή, οι [[δαφνίδες]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δαφνώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[δάφνη]], [[δαφνοειδής]], σε Ευρ.
}}
}}